Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

Όταν δυο άνθρωποι ενωμένοι περπατούνε



Ο Αριστοτέλης περί φιλίας

Μτφρ. Β. Μοσκόβης. 1993. Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
Τα είδη της φιλίας) Η φύση της φιλίας
Μετά την εξέταση των δύο ειδών της αρετής, της ἠθικῆς και της διανοητικῆς (βιβλία Β´–Ζ´), ο Αριστοτέλης στο Η´ βιβλίο τόνισε ότι η έλλειψη εγκράτειας (η ἀκρασία ) συμπεριλαμβάνεται σε ό,τι πρέπει να αποφεύγει ο άνθρωπος, ενώ έκανε λόγο και για την ηδονή. Από την αρχή του Θ´ βιβλίου περνά στο θέμα της φιλίας.
Μετά τα παραπάνω μας, καλό είναι να εξετάσουμε το ζήτημα της φιλίας. Γιατί αυτή είναι αρετή ή τουλάχιστον συγγενεύει με την αρετή κι είναι ακόμη αναγκαιότητα για τη ζωή. (5) Γιατί κανένας δεν θα ήθελε να ζει χωρίς φίλους κι αν ακόμη είχε στη διάθεσή του όλα τ' άλλα αγαθά. (Κι οι πλούσιοι ακόμη, οι άρχοντες κι οι δυνάστες έχουν, καθώς φαίνεται, πάνω από κάθε άλλον) ανάγκη από φίλους. Γιατί τι θα τους εχρησίμευε να είναι γεμάτοι αγαθά, αν αφαιρούσε απ' αυτούς την ενεργητική εκείνη δράση, που απευθύνεται στους φίλους και γι' αυτό είναι πάρα πολύ αξιέπαινη; Ή πώς θα ήταν δυνατό να διατηρούνται και να διασώζονται τόσα αγαθά χωρίς φίλους; (10) Αφού όσο πιο πολλά είναι αυτά τόσο πιο δύσκολη είναι η φύλαξή τους). Στη φτώχεια και στις άλλες δυστυχίες οι φίλοι θεωρούνται το μοναδικό καταφύγιο. Στους νέους η φιλία προσφέρει τη βοήθειά της για ν' αποφεύγουν τα σφάλματα. Στους ηλικιωμένους την φροντίδα και εκείνο που τους λείπει ένεκα της αδυναμίας τους και τους άνδρες που είναι στην ακμή της ηλικίας τους τούς παρακινεί να κάμνουν ωραίες πράξεις.
(15) «Όταν δυο άνθρωποι ενωμένοι περπατούνε».
Γιατί μ' αυτόν τον τρόπο θα είναι πιο ικανοί να αντιλαμβάνονται τα πράγματα και πράττουν σχετικά. Το συναίσθημα της φιλίας φαίνεται πως υπάρχει μέσα σ' αυτόν που εγέννησε απέναντι εκείνου που γεννήθηκε, όχι μονάχα στους ανθρώπους, μα και στα πουλιά και στα περισσότερα ζώα, στα άτομα του ίδιου είδους μεταξύ τους, (20) κυρίως όμως στους ανθρώπους, γι' αυτό και απονέμουμε έπαινο στους φιλανθρώπους. [Ο μεταφραστής δε μεταφράζει τμήμα του κειμένου] Η φιλία φαίνεται ότι διατηρεί και τις πόλεις και ότι απασχολεί τους νομοθέτες περισσότερο από τη δικαιοσύνη. Γιατί η ομόνοια φαίνεται να συγγενεύει με την φιλία (25) κι αυτήν αποζητούν όσο μπορούν περισσότερο, ενώ προσπαθούν ν' απομακρύνουν την διχόνοια που είναι εχθρός της φιλίας. Εκτός απ' αυτά, όταν οι άνθρωποι συνδέονται ανάμεσά τους με φιλικούς δεσμούς, δεν υπάρχει ανάγκη δικαιοσύνης, αλλά και δίκαιοι να είναι, και πάλι έχουν ανάγκη της φιλίας, και φαίνεται πως η υπέρτατη δικαιοσύνη, βρίσκεται ανάμεσα στους φίλους. Η φιλία δεν είναι μονάχα αναγκαία, αλλά και ωραία. (30) Επαινούμε εκείνους που αγαπούν την φιλία και φαίνεται πως από τα τιμητικά πλεονεκτήματα είναι το να έχει κανείς πολλούς φίλους. Και μερικοί μάλιστα νομίζουν πως το να είναι κανείς ηθικός άνθρωπος και πιστός φίλος είναι ένα και το αυτό.
Γεννιούνται πολλές απορίες σχετικά με τη φιλία. Άλλοι τη νομίζουν σαν ομοιότητα και τους φίλους όμοιους γι' αυτό και η παροιμία «ο όμοιος έλκεται προς τον όμοιο», κι «ο κολιός πηγαίνει στον κολιό» και τα παρόμοια. (35) Αντίθετα άλλοι λένε ότι όλοι οι τέτοιοι συμπεριφέρονται ο ένας στον άλλο όπως οι κεραμείς. [1155b] Και για το ζήτημα αυτό αναζητούν κάτι ανώτερο και πιο φυσικό. Ο Ευριπίδης λέει σχετικά ότι η ξερή γη ποθεί τη βροχή, ο μεγαλόπρεπος ουρανός, όταν είναι γεμάτος βροχή κατέχεται από τον πόθο να χυθεί στη γη. Ο Ηράκλειτος παρατηρεί ότι το ωφέλιμο γεννιέται από το αντίθετο, (5) η ωραιότερη αρμονία από την αντίθετη και ότι όλα προέρχονται από την Έριδα. Αντίθετα άλλοι (φιλόσοφοι) και κυρίως ο Εμπεδοκλής, παραδέχονται ότι το όμοιο έχει τάση να ενωθεί με το όμοιο.
Από τις απορίες αυτές ας αφήσουμε για πιο ύστερα τις σχετικές με τη φυσική πλευρά των πραγμάτων, γιατί είναι ξένα προς το θέμα της τωρινής μελέτης μας και ας εξετάσουμε όσες αναφέρονται στη φύση του ανθρώπου. [Ο μεταφραστής δε μεταφράζει τμήμα του κειμένου] (10) Ας εξετάσουμε, π.χ., αν η φιλία υπάρχει ανάμεσα σ' όλους τους ανθρώπους, αν μπορεί να υπάρχει ανάμεσα σε διεστραμμένα άτομα, και τέλος, αν υπάρχει ένα είδος φιλίας ή πολλά είδη της. Γιατί όσοι παραδέχονται, ότι υπάρχει ένα μονάχα είδος, για τον λόγο ότι παρατηρούμε ένα μείζον κι ένα έλασσον σ' αυτήν, στηρίζουν τη γνώμη τους σ' ένα όχι ισχυρό γνώρισμα. (15) Υπάρχουν πράγματα διαφορετικά ως προς το είδος που παρουσιάζουν διάφορους βαθμούς. Γι' αυτά μιλήσαμε ήδη προηγουμένως.
Ίσως να ήταν δυνατό να ξεκαθαρίσουμε το παρόν ζήτημα, αν μάθουμε πρώτα τι είναι άξιο αγάπης. Γιατί δεν αγαπούμε χωρίς εξαίρεση το καθετί, αλλά μονάχα το αξιαγάπητο, και τέτοιο είναι το αγαθό, το ευχάριστο και το χρήσιμο. (20) Όμως, χρήσιμο φαίνεται πως είναι εκείνο, με το οποίο δημιουργείται κάποιο αγαθό ή ηδονή. Έτσι σκοπός είναι μονάχα το αγαθό ή το ευχάριστο. Μα οι άνθρωποι αγαπούν το αγαθό αυτό καθ' αυτό ή ό,τι είναι μόνο αγαθό σχετικό μ' αυτούς; Γιατί οι δυο αυτές απόψεις του αγαθού είναι αντίθετες κάποτε η μια με την άλλη. Αυτό συμβαίνει όσον αφορά το ευχάριστο. Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο καθένας αγαπά ό,τι είναι αγαθό για τον εαυτό του, ότι απολύτως αγαθό είναι το ευχάριστο και ότι αγαθό είναι για τον κάθε άνθρωπο ό,τι είναι ευχάριστο σ' αυτόν. (25) Όμως ο καθένας δεν αγαπά ό,τι είναι στην πραγματικότητα αγαθό, αλλά ό,τι φαίνεται σαν τέτοιο. Αυτό όμως δεν έχει σημασία, και μπορούμε να πούμε ότι ευχάριστο είναι ό,τι φαίνεται αγαθό.
Ώστε υπάρχουν τρία πράγματα για τα οποία αγαπούν οι άνθρωποι. Η αγάπη στα άψυχα αντικείμενα δεν ονομάζεται φιλία, γιατί δεν υπάρχει αμοιβαία αγάπη, ούτε θέληση να παρέχουμε την εύνοιά μας σ' αυτά. Θα ήταν πραγματικά γελοίο να ευεργετούμε το κρασί· (30) το πολύ θέλουμε να το διατηρούμε για να το έχουμε. Αλλά στον φίλο ευχόμαστε το αγαθό γι' αυτόν μονάχα. Κι αυτόν που εύχεται μ' αυτόν τον τρόπο το αγαθό ονομάζουμε «εύνουν», κι αν ακόμη δεν συμβαίνει το αυτό από εκείνον στον οποίο απευθύνεται η εύνοια. Γιατί η φιλία συνίσταται μονάχα στην αμοιβαία εύνοια. Ή μήπως να προσθέσουμε και το ότι η φιλία δεν πρέπει να μένει μυστική; (35) Πολλοί είναι ευμενείς απέναντι ανθρώπων, που δεν είδαν ποτέ αλλά θεωρούν ενάρετους και χρήσιμους, [1156a] και ίσως κι οι δεύτεροι να διαπνέονται απέναντι των πρώτων από το ίδιο αμοιβαίο συναίσθημα. Έτσι οι πρώτοι θα είναι ευμενείς στους δεύτερους και αντιθέτως. Αλλά πώς θα ήταν δυνατό να τους ονομάσει κανείς φίλους, εφόσον αγνοούν την αμοιβαιότητα των φιλικών διαθέσεών τους; Επομένως η φιλία δεν απαιτεί μόνον αμοιβαίες καλές διαθέσεις, αλλά και το να ποθεί κανείς τα αγαθά για τους φίλους του, χωρίς η αμοιβαία αυτή φιλική διάθεση να είναι κρυφή, (5) κι αυτό για τους λόγους που εκθέσαμε προηγουμένως.
Τα είδη της φιλίας) Τα αίτια της φιλίας – Τα τρία είδη της – Η τέλεια φιλία και οι απομιμήσεις της




Επειδή τα είδη της φιλίας είναι διαφορετικά κατά το είδος, κι οι συμπάθειες κι οι φιλίες μας επίσης είναι διαφορετικές. Υπάρχουν τρία είδη φιλίας ισάριθμα με τις ιδιότητες των πραγμάτων που είναι αξιαγάπητα. Στο καθένα απ' αυτά υπάρχει αμοιβαιότητα, που δεν διαφεύγει την προσοχή μας. Όσοι, λοιπόν, αγαπούν ο ένας τον άλλο ποθούν το αγαθό ο ένας για τον άλλο και σύμφωνα με την φύση των συναισθημάτων τους. (10) Έτσι αυτοί που αλληλοαγαπιούνται για ωφέλεια, που μπορούν να κερδίσουν από τη φιλία τους, δεν αγαπιούνται για τον εαυτό τους, αλλά επειδή ελπίζουν ν' απολαύσουν κάποιο αγαθό ο ένας από τον άλλο. Το ίδιο ισχύει και για εκείνους που αγαπούν αυτούς που τους προκαλούν ευχαρίστηση. Γιατί αυτοί δεν αγαπούν τους πνευματώδεις σαν τέτοιους αλλά επειδή βρίσκουν ευχαρίστηση κοντά τους. Όσοι αγαπούν από συμφέρον, αγαπούν για χάρη του δικού τους εαυτού. (15) Αυτοί που αγαπούν για ευχαρίστησή τους, αγαπούν για εκείνο που είναι γι' αυτούς ευχάριστο. Για να μιλήσουμε σύντομα δεν αγαπούν τον φίλο τους, επειδή είναι φίλος τους, αλλά σύμφωνα με το μέτρο, που ανάλογα τους είναι χρήσιμος σ' αυτούς. Τέτοιες φιλίες είναι τυχαίες, γιατί σύμφωνα μ' αυτές, εκείνοι που αγαπιούνται δεν αγαπιούνται για εκείνο που είναι αυτοί οι ίδιοι, αλλά εφόσον άλλοι προσφέρουν κάποιο αγαθό, κι οι άλλοι κάποια ευχαρίστηση. Οι τέτοιας λογής φιλίες διαλύονται εύκολα, (20) αφού τα πρόσωπα που αγαπιούνται δεν είναι πια τα ίδια. Γιατί, όταν δεν είναι πια χρήσιμα ή ευχάριστα παύουν ν' αγαπιούνται. Εκτός απ' αυτό, και το ίδιο το χρήσιμο μεταβάλλεται, είναι δηλαδή κάθε φορά άλλο. Ώστε, όταν εξαφανίζεται ο λόγος που συγκρατεί τον φιλικό δεσμό, εξαφανίζεται μαζί του κι η φιλία, γιατί καθορίζεται η φιλία από αυτόν το λόγο μονάχα. Τέτοιας λογής φιλία συναντούμε περισσότερο στους γέρους (25) (επειδή σ' αυτήν την ηλικία επιζητείται το ευχάριστο λιγότερο από το ωφέλιμο). Ακόμη την συναντούμε στους ώριμους ανθρώπους και στους νέους εκείνους που επιδιώκουν το συμφέρον τους. Οι τέτοιοι δεν επιδιώκουν να ζουν μαζί, και κάποιοι μάλιστα δεν είναι ευχάριστοι ο ένας στον άλλο, ούτε χρειάζονται φιλικές σχέσεις, αφού δεν προσπορίζονται απ' αυτούς ωφέλεια και είναι τόσο ευχάριστοι μεταξύ τους, (30) όσο τους κάμνουν να ελπίζουν ότι μπορούν ν' απαιτήσουν κάποιο αγαθό οι πρώτοι από τους δεύτερους. Στο είδος αυτό της φιλίας ανήκει κι η φιλοξενία. Η φιλία των νέων φαίνεται να βασίζεται στην ηδονή, αφού η ζωή τους εξουσιάζεται από το πάθος που ζουν για την απόλαυση και το παρόν. Αλλά όταν περνά η ηλικία, κι αυτές οι απολαύσεις μεταβάλλονται. (35) Γι' αυτό και οι φιλίες των νέων πραγματοποιούνται και διαλύονται γρήγορα, γιατί, όταν μεταβάλλονται οι ορέξεις, μεταβάλλεται μαζί κι η φιλία τους. [1156b] Γρήγορα οι νεανικές τέρψεις μεταβάλλονται. Άλλωστε οι νέοι είναι πολύ επιρρεπείς στον έρωτα, αφού αυτό το συναίσθημα το εξουσιάζει το πάθος κι η ηδονή. Γι' αυτό ερωτεύονται και παύουν να ερωτεύονται γρήγορα και κατά το διάστημα μιας μονάχα ημέρας πολλές φορές ερωτεύονται και ξαναερωτεύονται. Και εφόσον ο έρωτας συνεχίζεται, ποθούν να βρίσκονται με το πρόσωπο που αγαπούν και να ζουν μαζί του, (5) γιατί η διάθεση αυτή ανταποκρίνεται με το είδος της φιλίας που συναισθάνονται.
Τέλεια είναι η φιλία των αγαθών και ως προς την αρετή όμοιων ανθρώπων, γιατί αυτοί επιθυμούν τα αγαθά οι μεν για τους δε, εφόσον είναι αγαθοί και αυτοί καθ' εαυτούς τέτοιοι. Φίλοι στην κυριολεκτική σημασία της λέξεως είναι όσοι επιθυμούν το αγαθό για τους φίλους των (10) (γιατί τους διαπνέει το συναίσθημα της φιλίας αυτό καθ' εαυτό και όχι ανάλογα με τα γεγονότα). Γι' αυτό διατηρείται ανάμεσά τους η φιλία, εφ' όσον είναι αγαθοί και η αρετή τους είναι μόνιμη.
Στις τέτοιες φιλικές σχέσεις ο καθένας από τους δυο φίλους είναι αγαθός και αυτός καθ' εαυτόν και για το φίλο του. Γιατί οι ενάρετοι είναι απόλυτα αγαθοί και χρήσιμοι ο ένας για τον άλλο, και ομοίως και ευχάριστοι, (15) αφού οι ηθικοί άνθρωποι αξίζουν να αρέσουν απολύτως και να είναι και μεταξύ τους ευχάριστοι. Γιατί ο καθένας απ' αυτούς βρίσκει απόλαυση στις πράξεις του ή σε συγγενικές πράξεις, και οι πράξεις των ενάρετων ανθρώπων είναι οι ίδιες ή όμοιες μεταξύ τους. Η τέτοια φιλία είναι δικαιολογημένη και σταθερή, επειδή συγκεντρώνει όσα πρέπει να υπάρχουν ανάμεσα στους φίλους. Γιατί κάθε φιλία στηρίζεται σε κάποιο αγαθό ή σε κάποιαν απόλαυση, (20) είτε απόλυτα είτε σχετικά με το αγαπημένο πρόσωπο και προϋποθέτει και κάποιαν ομοιότητα. Λοιπόν, σ' αυτήν την φιλία υπεισέρχονται όλα τα στοιχεία, για τα οποία μιλήσαμε, αυτά καθ' εαυτά (οι τέτοιοι φίλοι είναι όμοιοι σ' αυτό το σημείο, καθώς ακριβώς και στα υπόλοιπα) ―κι ας προσθέσουμε και το ότι το απόλυτα αγαθό είναι και το απόλυτα ευχάριστο.
Αυτά είναι αξιαγάπητα παραπάνω από κάθε άλλο. Έτσι και η φιλία και η αγάπη πρέπει να βασίζονται σ' αυτά. (25) Φυσικά οι τέτοιες φιλίες είναι σπάνιες, γιατί οι τέτοιας λογής άνθρωποι είναι λίγοι. Εξ άλλου για την σύναψη τέτοιων φιλικών δεσμών χρειάζεται πολύς καιρός και συνήθεια συμβίωσης, γιατί, σύμφωνα με την παροιμία, είναι αδύνατο να γνωρισθούν μεταξύ των οι άνθρωποι, πριν να φάνε μαζί, όπως λένε, πολύ αλάτι, ούτε είναι δυνατό να γλεντάνε και να συνάπτουν φιλικές σχέσεις, πριν να φανεί ο ένας ευχάριστος στον άλλο και κερδίσει τη συμπάθειά του. (30) Όσοι προθυμοποιούνται να συνάπτουν γρήγορα φιλικές σχέσεις, θέλουν να είναι φίλοι, αλλά δεν είναι τέτοιοι πραγματικά παρά μονάχα αν είναι συγχρόνως ο ένας για τον άλλο αξιαγάπητοι και το ξεύρουν. Γιατί μονάχα η θέληση για την φιλία γεννιέται γρήγορα, αλλά όχι η φιλία.
Τέτοια είναι η αληθινή φιλία και σχετικά με τη διάρκεια και σχετικά με τα άλλα, και σύμφωνα μ' αυτήν τη φιλία ο ένας δίνει στον άλλο, (35) ως προς όλα τα αυτά και τα όμοια, όπως πρέπει να γίνεται μεταξύ φίλων. [1157a] Η φιλία η βασιζόμενη πάνω στην ευχαρίστηση είναι όμοια μ' εκείνην που αναφέραμε (γιατί και οι ενάρετοι είναι ευχάριστοι μεταξύ τους). Το ίδιο ισχύει και για τη φιλία που αποβλέπει στο χρήσιμο (αφού και οι ενάρετοι είναι χρήσιμοι ο ένας στον άλλο). Αλλά η φιλία είναι σταθερή κι ανάμεσα στους ανθρώπους εκείνους, που οι φιλικοί δεσμοί τους στηρίζονται στην ευχαρίστηση ή το συμφέρον, κι αυτό εφόσον ο ένας δίνει στον άλλο το ίδιο πράγμα, λ.χ. απόλαυση. (5) Η απόλαυση όμως αυτή πρέπει να είναι της ίδιας φύσης, καθώς συμβαίνει ανάμεσα στους πνευματικούς κι ευφυολόγους ανθρώπους και όχι μεταξύ ερωμένου και εραστή. Γιατί αυτοί δεν βρίσκουν στα ίδια πράγματα απόλαυση, αλλά ο ένας όταν βλέπει τον ερωμένο του, κι ο άλλος για τις περιποιήσεις του εραστή. Αλλά όταν περάσει η γοητεία της νιότης περνά και η φιλία (γιατί το πρόσωπο του ερωμένου δεν θέλει πια τον εραστή, κι αυτός παύει να περιποιείται τον ερωμένο). (10) Πολλές φορές πάλι διατηρείται η φιλία τους σε περίπτωση που η μακροχρόνια αναστροφή επιφέρει εναρμόνιση των χαρακτήρων τους γιατί μοιάζουν σιγά–σιγά οι συνήθειές τους. Εκείνοι που δεν ανταλλάσσουν στις ερωτικές τους σχέσεις ηδονή αντί ηδονής, αλλά ωφέλεια αντί ωφέλειας, είναι λιγότερο φίλοι και διατηρούν λιγότερο καιρό τη φιλία τους. Εκείνοι που για τη χρησιμότητα είναι φίλοι παύουν να είναι, μόλις πάψει να υφίσταται η αμοιβαιότητα του συμφέροντος (15) επειδή δεν είναι φίλοι ο ένας του άλλου, αλλά φίλοι εκείνου που τους παρέχει ωφέλεια.
Επομένως, για χάρη της ηδονής και του συμφέροντος είναι ενδεχόμενο να είναι φίλοι κακοί με ενάρετους ή ενάρετοι με ανήθικους ή με ανθρώπους που δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο και είναι φανερό, ότι μονάχα οι ενάρετοι άνθρωποι αγαπιούνται για τη δική τους ηθική υπόσταση, γιατί οι κακοί δεν βρίσκουν απόλαυση να συναναστρέφονται ο ένας τον άλλο, εκτός αν σπρώχνονται σ' αυτό από το συμφέρον. (20) Και μονάχα η φιλία των εναρέτων είναι αδιάβλητη. Γιατί δεν πιστεύει εύκολα κανείς (τις συκοφαντίες) εναντίον ενός ανθρώπου, που δοκιμάστηκε πολύν καιρό απ' αυτούς. Στην τέτοια φιλία κυριαρχεί κι η πίστη κι η βεβαιότητα ότι ο φίλος δεν θ' αδικήσει τον φίλο του και κάθε τι που απαιτεί η αληθινή φιλία. Αντίθετα, στ' άλλα της φιλίας τίποτε δεν εμποδίζει να γίνονται τέτοια.
(25) Επειδή οι άνθρωποι ονομάζουν φίλους κι αυτούς με τους οποίους συνδέονται με αμοιβαία ωφέλεια, όπως ακριβώς οι πόλεις (γιατί οι συμμαχίες συνάπτονται φανερά από συμφέρον) όπως κι εκείνους που αγαπιούνται για την απόλαυση, όπως κάμνουν τα παιδιά, ίσως θα πρέπει να ονομάσουμε κι εμείς φίλους τους τέτοιους ανθρώπους. (30) Αντίθετα θα παρουσιάσουμε πολλά είδη φιλίας, και πρώτα και κυρίως την φιλία που υπάρχει ανάμεσα σ' ενάρετους ανθρώπους, εφόσον είναι ενάρετοι, και τα υπόλοιπα είδη της φιλίας, εφόσον είναι όμοια μ' αυτή, γιατί είναι κανείς φίλος, εφόσον πρόκειται για απόκτηση κάποιου αγαθού ή όμοιου μ' αυτό, αφού και το ηδονικό είναι κι αυτό αγαθό για όσους αγαπούν τα ηδονικά πράγματα. Όμως αυτές οι δυο φιλίες δεν συνδυάζονται, ούτε συνάπτουν τα ίδια πρόσωπα φιλικούς δεσμούς για χάρη συμφέροντος κι απολαύσεως συγχρόνως, (35) αφού κάθε τι που συνδέεται γρήγορα, δεν παρουσιάζεται συχνά συνδυασμένο.
[1157b] Επειδή η φιλία χωρίζεται σ' αυτά τα είδη, οι χυδαίοι θα είναι φίλοι για χάρη της απόλαυσης και του συμφέροντος, επειδή είναι, σχετικά με την επιδίωξη αυτών των πραγμάτων όμοιοι, κι οι ενάρετοι για χάρη αυτής της ίδιας της φιλίας, αφού αγαπιούνται σαν άνθρωποι αγαθοί. Ώστε οι αγαθοί είναι φίλοι με την κυριολεκτική σημασία της λέξεως, ενώ οι άλλοι είναι μόνο κατά τύχη και ανάλογα με τους πρώτους.
(5) Κι όπως, σχετικά με την αρετή, οι πρώτοι ονομάζονται ενάρετοι καθ' έξιν, και οι άλλοι κατά ενέργεια, έτσι συμβαίνει όσον αφορά τη φιλία. Γιατί όσοι συζούν απολαμβάνει ο ένας τον άλλον και δίνουν αγαθά μεταξύ τους, ενώ εκείνοι που κοιμούνται ή ζουν χωρισμένοι σε διαφορετικά μέρη ο καθένας δεν δείχνουν με πράξεις την φιλία τους, όμως είναι διατεθειμένοι να ενεργούν φιλικά. (10) Γιατί ο τοπικός χωρισμός δεν διαλύει ολοκληρωτικά τη φιλία, αλλά μονάχα τις εκδηλώσεις της. Αν είναι όμως μακροχρόνιος, ξεχνιέται, όπως φαίνεται, και η φιλία. Απ' εδώ προήλθε κι η παροιμία:
«Πολλές φιλίες χάλασε ο χωρισμός των φίλων».
Ακόμη φαίνεται, ότι ούτε οι γέροι ούτε οι στριφνοί άνθρωποι είναι προσιτοί στη φιλία, (15) γιατί η απόλαυση που προσφέρουν είναι περιορισμένη, και κανείς δεν μπορεί να συναναστρέφεται πολύν καιρό θλιβερούς ή όχι ευχάριστους ανθρώπους. Γιατί η φύση φαίνεται ότι αποφεύγει πάρα πολύ το θλιβερό και κυνηγά το ευχάριστο, κι όσοι διάκεινται φιλικά μεταξύ τους, αλλά δεν συζούν, μοιάζουν περισσότερο με ανθρώπους που παρέχουν την εύνοιά τους παρά με φίλους. Γιατί τίποτε δεν χαρακτηρίζει τη φιλία περισσότερο παρά το να συζεί κάποιος με τους φίλους του. (20) Επειδή αν οι φτωχοί έχουν ανάγκη από βοήθεια, κι οι ίδιοι ακόμη οι ευνοούμενοι από την τύχη επιθυμούν τη συμβίωση, γιατί πολύ λίγο τους συμφέρει να ζουν σε απομόνωση. Όμως η συμβίωση είναι δυνατή μονάχα ανάμεσα σε πρόσωπα, που είναι μεταξύ τους ευχάριστα και βρίσκουν στα ίδια πράγματα ψυχαγωγία, όπως αποδείχνει αυτό η ανάμεσα «εταίρων» φιλία.
(25) Η πιο τέλεια φιλία είναι η φιλία ανάμεσα σε ηθικούς ανθρώπους όπως ήδη είπαμε πολλές φορές, γιατί φαίνεται ότι το αξιαγάπητο και περιπόθητο θεωρείται σαν απόλυτα αγαθό ή ευχάριστο, αλλά το άτομο νομίζει σαν τέτοιο ό,τι είναι ευχάριστο σ' αυτό, κι ο ενάρετος είναι τέτοιος για τον ενάρετο και για τους δυο λόγους.
Η αγάπη (φίλησις) μοιάζει μ' ένα αισθησιακό συναίσθημα, η φιλία με μια έξη. Γιατί η αγάπη απευθύνεται και σε άψυχα αντικείμενα, (30) ενώ η αμοιβαία αγάπη (αντιφίλησις) που προϋποθέτει ελεύθερη εκλογή προέρχεται από μια έξη. Εκτός απ' αυτά, επιθυμεί κάποιος τα αγαθά για τον αγαπημένο για χάρη του ίδιου, παρακινημένος σ' αυτό όχι από αισθησιακό συναίσθημα, αλλά από έξη. Εκείνος που αγαπά τον φίλο του μ' αυτό τον τρόπο, αγαπά επίσης οτιδήποτε είναι γι' αυτόν αγαθό, (35) σε τρόπο ώστε αγαπούν κι οι δυο το δικό τους αγαθό και ανταποδίδουν τα ίσα με καλή θέληση και χαρά. Γιατί η φιλία, όπως λένε, είναι ισότητα, [1158a] κι αυτό ισχύει πάρα πολύ για τους φιλικούς δεσμούς ανάμεσα στους ενάρετους ανθρώπους.
Η φιλία ανάμεσα σε συγγενικά πρόσωπα
Ο Αριστοτέλης υποστήριξε ότι σε κάθε πολιτειακή μορφή αντιστοιχεί και ένα είδος φιλίας, προσθέτοντας ότι στις παρεκκλίσεις των πολιτευμάτων πλήττεται η φιλία, όπως, άλλωστε, και η δικαιοσύνη (καθώς φιλία και δικαιοσύνη αναφέρονται στα ίδια πράγματα και κινούνται μέσα στα ίδια πλαίσια). Και συνεχίζει για τη φιλία ανάμεσα σε συγγενείς:

Κάθε φιλία βασίζεται, όπως είπαμε, σε κάποια κοινωνική σχέση. Αλλά θα μπορούσε κάποιος να διακρίνει στην προκειμένη περίπτωση τη συγγενική από την μεταξύ εταίρων φιλία. Αντίθετα οι φιλίες μεταξύ των συμπολιτών, των μελών μιας φυλής, των συνταξιδιωτών και των παρόμοιων έχουν, όπως φαίνεται, τα χαρακτηριστικά μάλλον των συνεταιρισμών, (15) γιατί στηρίζονται πάνω σ' ένα συμβόλαιο. Σε τέτοιους φιλικούς δεσμούς, θα μπορούσε να κατατάξει κάποιος και την φιλοξενία. Αλλά κι η φιλία μεταξύ των συγγενών φαίνεται να είναι πολλών ειδών, αλλά εξαρτάται, σ' όλη την έκτασή της, από την πατρική. Γι' αυτό οι γονιοί αγαπούν τα παιδιά τους, επειδή προέρχονται απ' αυτούς, και τα παιδιά επειδή προέρχονται από εκείνους. (20) Αλλά οι γονιοί ξεύρουν ότι τα παιδιά τους προέρχονται απ' αυτούς πιο σίγουρα, απ' όσο τα παιδιά τους ότι οφείλουν σ' αυτούς την ύπαρξή τους. Ο δεσμός δηλ. ανάμεσα σ' εκείνον που γεννά κι εκείνον που γεννιέται είναι πιο στενός, παρά αυτού που γεννιέται κι αυτού που γεννά. Ό,τι γεννιέται από μας συγγενεύει πιο πολύ με την ουσία μας, όπως είναι τα δόντια, οι τρίχες κι όλα όσα έχουμε, αλλά σ' αυτόν που γεννιέται δεν ανήκει ο γεννήτορας σαν δικό του απόκτημα ή ανήκει λιγότερο. Κι η διάρκεια όμως του χρόνου φέρνει στην προκειμένη περίπτωση μια διαφορά. (25) Γιατί οι γονιοί αγαπούν τα παιδιά τους ευθύς μόλις γεννηθούν, ενώ τα παιδιά αφού περάσει ορισμένος χρόνος, όταν δηλ. αποκτήσουν νόηση και αίσθηση. Απ' εδώ γίνεται φανερό, γιατί οι μητέρες αγαπούν περισσότερο τα παιδιά τους (παρά οι πατέρες). Οι γονιοί αγαπούν τα παιδιά τους όπως αγαπούν τον εαυτό τους, για το λόγο ότι αυτά χωρίσθηκαν απ' αυτούς σαν ενσαρκώσεις των γονιών τους, ενώ τα παιδιά αγαπούν τους γονιούς, επειδή χρωστούν σ' αυτούς την ύπαρξή τους. (30) Και τ' αδέρφια αγαπιούνται επειδή προέρχονται από τους ίδιους γεννήτορες. Η κοινή καταγωγή γεννά ανάμεσά τους τα ίδια συναισθήματα. Γι' αυτό και λέγεται ότι είναι από το ίδιο αίμα, είναι της ίδιας προέλευσης και τα παρόμοια. Είναι, λοιπόν, αποτελέσματα μιας και της αυτής ουσίας, αν και είναι χωρισμένοι σωματικά.
Επίσης η κοινή διαπαιδαγώγηση κι η μικρή διαφορά της ηλικίας συντείνουν πολύ στη γέννηση της φιλίας. Γιατί οι συνομήλικοι προσελκύουν ο ένας τον άλλο, κι οι κοινές συνήθειες δημιουργούν την αδερφοποίηση. (35) Για τούτο κι η αδερφική φιλία θεωρείται όμοια με την άμεσα σε εταίρους φιλία. [1162a] Οι σχέσεις ανάμεσα στα εξαδέρφια και τους άλλους συγγενείς οφείλονται στον ίδιο λόγο, επειδή δηλ. προέρχονται από τους ίδιους γονιούς. Κι άλλοι είναι περισσότερο, άλλοι λιγότερο συγγενείς, εφόσον είναι στενός ή μακρινός συγγενής ο κοινός γενάρχης. Η σχέση φιλίας των παιδιών με τους γονιούς, (5) όπως ακριβώς η σχέση των ανθρώπων προς τους θεούς, είναι αγάπη που απευθύνεται προς το αγαθό και το υπέροχο, επειδή οι γονιοί προσφέρουν στα παιδιά τους τις μέγιστες ευεργεσίες: την ύπαρξη, την διατροφή και, όταν ενηλικιωθούν, την εκπαίδευσή τους. Από μια τέτοια φιλία γεννιέται ευχαρίστηση και ωφέλεια πολύ μεγαλύτερη παρά εκείνη που υπάρχει μεταξύ ξένων, και είναι τόσο πιο μεγάλη όσο είναι πιο στενή η κοινή ζωή τους. (10) Στην αδερφική φιλία βρίσκονται συνενωμένες όλες οι ιδιότητες των μεταξύ εταίρων υφισταμένων φιλικών δεσμών, και περισσότερο όταν τ' αδέρφια είναι εξ ίσου ενάρετοι άνθρωποι και όμοιοι σε όλα. Γιατί τ' αδέρφια αγαπούν από γεννησιμιού ο ένας τον άλλο σαν παιδιά των ίδιων γονιών που τράφηκαν και ανατράφηκαν μαζί με τον ίδιο τρόπο. Τέλος η δοκιμασία του χρόνου είναι στην προκειμένη περίπτωση η πιο αποφασιστική και η πιο σίγουρη.
(15) Ανάλογη είναι και η φιλία μεταξύ των άλλων συγγενών.
Η ανάμεσα στον άνδρα και γυναίκα αμοιβαία αγάπη φαίνεται ότι προέρχεται από τη φύση. Γιατί ο άνθρωπος είναι προορισμένος από τη φύση περισσότερο για το συζυγικό παρά για τον πολιτικό βίο, αφού η οικογένεια είναι προγενέστερη και αναγκαιότερη από την πολιτεία και ότι η τεκνοποιία είναι κοινή σ' όλα τα έμβια όντα.
(20) Και σχετικά με τα άλλα ζωντανά πλάσματα η κοινότητα δεν απλώνεται πιο πέρα απ' αυτό το σημείο. Οι άνθρωποι όμως δεν συγκατοικούν αποκλειστικά για την τεκνοποιία, αλλά για την αντιμετώπιση των αναγκών της ζωής. Τα έργα των ανδρών και των γυναικών καταμερίζονται ευθύς από την αρχή και διαφέρουν μεταξύ των. Έτσι επαρκούν ο ένας στον άλλο και ο καθένας θέτει τις ιδιότυπες υπηρεσίες του στη διάθεση της συζυγικής κοινότητας. Γι' αυτό στην τέτοιας λογής φιλία συνδυάζεται, όπως φαίνεται, το τερπνό με το ωφέλιμο. (25) Τέτοια πλεονεκτική κατάσταση ίσως να οφείλεται και στην αρετή, αν οι σύζυγοι είναι ενάρετοι, γιατί ο καθένας από τους συζύγους έχει την δική του αρετή κι αυτό μπορεί να είναι πηγή χαράς και για τους δυο μαζί. Άλλος δεσμός φαίνεται να είναι τα παιδιά, γιατί και χωρίς παιδιά οι γάμοι διαλύονται εύκολα. Γιατί τα παιδιά είναι κοινό και για τους δυο αγαθό, κι ό,τι είναι κοινό, αποτελεί συνεκτικό δεσμό. (30) Το πώς πρέπει να ζει ο σύζυγος με τη γυναίκα του και γενικά ο φίλος με το φίλο, δεν είναι άλλο παρά το ζήτημα που αφορά στην εφαρμογή των κανόνων του δικαίου, που δεν είναι ίδιοι προκειμένου για φίλο απέναντι του φίλου, απέναντι ξένων, συντρόφων ή συμμαθητών.

Κανόνες που διέπουν τη φιλία και εξασφαλίζουν την ισορροπία στις φιλικές σχέσεις
Ο Αριστοτέλης προσδιόρισε τα αίτια της φιλίας, που οδηγούν σε ισάριθμες μορφές της (φιλία που στηρίζεται στο συμφέρον, την ηδονή ή την αρετή) και εξέτασε τόσο τις φιλικές σχέσεις που στηρίζονται στην ισότητα όσο και αυτές που βασίζονται στην υπεροχή του ενός μέρους. Συνεχίζει, λοιπόν, με τους κανόνες που διέπουν τις φιλικές σχέσεις

Επειδή, όπως είπαμε στην αρχή, υπάρχουν τριών ειδών φιλίες, (35) και ότι σε κάθε μια απ' αυτές οι φίλοι ή είναι ίσοι ή υπερέχει ο ένας σχετικά με τον άλλο (γιατί οι άνθρωποι ανώτεροι μπορούν να είναι φίλοι μεταξύ τους τόσο, όσο και καλύτεροι με χειρότερους· [1162b] επίσης μπορεί να είναι μεταξύ τους σε ίσο ή άνισο βαθμό ευχάριστοι, και στην φιλία που στηρίζεται στο συμφέρον να παρέχουν οι μεν στους δε άνισες ωφέλειες), πρέπει οι μεταξύ τους ίσοι να διατηρούν αυτήν την ισότητα και σχετικά με τα φιλικά τους αισθήματα, ενώ οι άνισοι πρέπει να γίνονται ίσοι με την παροχή αναλόγου ανταλλάγματος στους ανωτέρους τους.
(5) Το ότι στη φιλία που στηρίζεται στο συμφέρον και μόνο, ή, προπαντός σ' αυτήν, δημιουργούνται προστριβές, είναι αυτονόητο. Εκείνοι που τους συνέδεσε με βασιλικούς δεσμούς η αρετή, προθυμοποιούνται να δίνουν ο ένας στον άλλο ωφέλειες (γιατί αυτό είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της αρετής και της φιλίας), εφόσον δεν αμιλλώνται γι' αυτό, δεν είναι δυνατό να υπάρχουν κατηγορίες και προστριβές (10) (αφού κανένας δεν μπορεί να εχθρεύεται εκείνον που τον αγαπά και τον ευεργετεί, αν είναι μάλιστα ευγενής, του ανταποδίδει τα ίσα. Αλλά κι αυτός που δίνει περισσότερα απ' όσα παίρνει, δεν θα κατηγορήσει γι' αυτό τον φίλο του, εφόσον και ο ένας και ο άλλος απολαμβάνουν ό,τι ποθούν, εφόσον κι οι δύο επιδιώκουν το αγαθό). Αλλά και στη φιλία που βασίζεται στην ευχαρίστηση δεν δημιουργούνται αντεγκλήσεις και παράπονα, αφού κι οι δυο φίλοι απολαμβάνουν ό,τι επιθυμούν, εφόσον παρέχει ο ένας στον άλλον απόλαυση. (15) Άλλωστε θα φαινόταν, αν ο ένας κατηγορούσε τον άλλο, ότι η συναναστροφή του δεν είναι ευχάριστη, αφού απ' αυτόν εξαρτάται να μην τον κάνει παρέα. Αντίθετα η φιλία που στηρίζεται στο συμφέρον προκαλεί παράπονα και προστριβές, γιατί οι άνθρωποι στην περίπτωση αυτή συνδέονται μεταξύ τους για χάρη αμοιβαίας εξυπηρέτησης των συμφερόντων τους. Επιθυμούν πάντοτε να παίρνουν περισσότερα απ' όσα πρέπει, και παραπονιούνται φανταζόμενοι, ότι δεν τους δίνουν όσα δικαιούνται να παίρνουν, (20) και οι ευεργέτες δεν μπορούν να επαρκούν στο να παρέχουν όσα χρειάζονται αυτοί που ευεργετούνται. Και φαίνεται ότι όπως το δίκαιο έχει διπλή φύση, δηλ. το άγραφο και το διατυπωμένο σε νόμο, έτσι κι η συμφεροντολογική φιλία έχει κι αυτή χαρακτήρα εν μέρει ηθικό και εν μέρει νομικό. Οι προστριβές γεννιούνται, τις περισσότερες φορές, όταν παροχές και αντιπαροχές δεν γίνονται σύμφωνα με το πνεύμα που μας ενέπνεε, τον καιρό που αναλαμβάναμε αμοιβαίες υποχρεώσεις. (25) Αλλά η νομική φιλία επιτελείται με βάση ρητών όρων, και άλλοτε είναι καθαρής εμπορικής φύσεως, όπως λέμε «χέρι με χέρι», άλλοτε συνάπτεται με περισσότερη ελευθεριότητα και επί προθεσμία, αλλά με τέτοιο τρόπο, ώστε παροχές και αντιπαροχές καθορίζονται με συμβόλαιο. Στην περίπτωση αυτή η υποχρέωση είναι σαφής και δεν επιδέχεται αντιλογία, και η φιλία λαμβάνεται υπ' όψη, μονάχα εφόσον πρόκειται για αναβολή της αντιπαροχής. Γι' αυτό μερικοί δεν βλέπουν αφορμή διεξαγωγής δικών στην προκειμένη περίπτωση, (30) έχοντας τη γνώμη ότι πρέπει ν' αγαπούν όσους έκαμαν τις συναλλαγές τους με καλή την πίστη.
Η ηθική φιλία δεν στηρίζεται σε ρητά διατυπωμένες αμοιβαίες υποχρεώσεις, αλλά σ' αυτήν κάθε παροχή, δωρεά ή κάτι άλλο, εμφανίζεται σαν δείγμα φιλίας. Όμως ο ευεργέτης κρίνει ότι πρέπει να παίρνει τα ίσα ή περισσότερα απ' όσα δίνει, σα να μην επρόκειτο για δωρεά αλλά για δάνειο, κι όταν η αντιπαροχή δεν γίνεται όπως ακριβώς έγινε η παροχή, γεννιούνται αντεγκλήσεις, κι αυτό συμβαίνει (35) επειδή όλοι οι άνθρωποι ή οι περισσότεροι απ' αυτούς επιθυμούν τα (ηθικώς) ωραία πράγματα, αλλά προτιμούν τα ωφέλιμα. Ωραίο είναι να ευεργετεί κανείς, χωρίς να ευεργετείται, [1163a] αλλά το να ευεργετείται είναι ωφέλιμο.
Ώστε όποιος μπορεί πρέπει να ανταποδίδει την αξία εκείνων που έλαβε, και μάλιστα με τη θέλησή του, γιατί δεν πρέπει να συνάπτουμε φιλικούς δεσμούς παρά την θέλησή μας. Πρέπει, λοιπόν, να ενεργούμε, σα να απατηθήκαμε αμέσως από τη αρχή, όταν ευεργετηθήκαμε, από κάποιο πρόσωπο, που δεν είχε υποχρέωση να μας ευεργετήσει, γιατί μια τέτοια ευεργεσία δε θα προερχόταν από ένα φίλο, (5) ούτε από πρόσωπο που θα μας ευεργετούσε εμπνευσμένο από αληθινή φιλία. Γι' αυτό, λοιπόν, πρέπει να εκτελούμε την υποχρέωσή μας ακριβώς, σα να δεχόμασταν την ευεργεσία με τον ρητό όρο ίσης ανταπόδοσης. Και τότε θ' αναλαμβάναμε την υποχρέωση ν' ανταποδώσουμε κατά δύναμη την ευεργεσία. Αν όμως δε μπορούμε να το κάμουμε, τότε ούτε αυτός που έδωσε θ' απαιτήσει ανταπόδοση της υπηρεσίας που μας παρέχει. Ώστε, εφόσον είμαστε σε θέση, έχουμε υποχρέωση ν' ανταποδώσουμε την ευεργεσία που μας έκαμαν. Σύμφωνα μ' αυτά πρέπει να εξετάζουμε αμέσως από την αρχή από ποιον και με ποιους όρους παίρνουμε τις ευεργεσίες, για να μαθαίνουμε αν πρέπει να τα δεχόμαστε ή να τ' αποκρούουμε. (10) Αμφισβητήσιμο είναι στην προκειμένη περίπτωση, αν πρέπει να υπολογίζει κανείς την αντιπαροχή σύμφωνα με την ωφέλεια που απεκόμισε αυτός που πήρε από την παροχή, και να ρυθμίζει σχετικά την ανταπόδοση, ή αν πρέπει να κάμνει αυτό σύμφωνα με την αξία που είχε η παροχή γι' αυτόν που την έδωσε. Γιατί εκείνοι που παίρνουν, μικραίνουν τα πράγματα και λένε ότι παίρνουν απ' αυτούς που δίνουν ό,τι έχει μικρή σημασία γι' αυτούς και ό,τι θα μπορούσαν να το παίρνουν κι από άλλους. Αντίθετα αυτοί που δίνουν ισχυρίζονται ότι τους έδωσαν τα πάρα πολύ μεγάλης αξίας πράγματα (15) που δεν θα ήταν δυνατό ν' αποκτήσουν από άλλους, κι αυτό με κινδύνους ή τέτοιες αντίξοες περιστάσεις.
Αφού, λοιπόν, πρόκειται για φιλία βασιζόμενη στο συμφέρον, πρέπει άραγε να υπολογίζονται με βάση την ωφέλεια που παρέχεται σ' αυτόν που παίρνει, πραγματικά αυτός που λαβαίνει βρίσκεται στην ανάγκη, κι ο ευεργέτης δίνει σ' αυτόν τη βοήθεια με τη σκέψη να πάρει απ' αυτόν ίση παροχή. Ώστε η βοήθεια που παρασχέθηκε, υπολογίζεται σύμφωνα με την ωφέλεια που είχε απ' αυτήν εκείνος που την πήρε. (20) Ώστε πρέπει κανείς ν' ανταποδίδει όσα πήρε, και μάλιστα περισσότερα, πράγμα που είναι (ηθικώς) ωραιότερο. Αλλά στη φιλία που βασίζεται πάνω στην αρετή δεν προκαλούνται αντεγκλήσεις και προστριβές, και σαν κανόνας ισχύει στην προκειμένη περίπτωση η πρόθεση αυτού που δίνει, αφού το κυριότερο γνώρισμα της αρετής και της ηθικής είναι η πρόθεση.
Διακρίσεις υπάρχουν και σχετικά με τους φιλικούς δεσμούς που στηρίζονται στην υπεροχή. (25) Ο καθένας δηλ. απαιτεί να παίρνει περισσότερα, κι αν δεν συμβεί αυτό η φιλία διαλύεται. Εκείνος που έχει μεγαλύτερη αξία νομίζει πως του ανήκουν μεγαλύτερες αμοιβές (γιατί στον ενάρετο και ικανό άνθρωπο απονέμονται συνήθως περισσότερα αγαθά), και το ίδιο νομίζει και ο πιο χρήσιμος. Λένε ότι ο μη αποδοτικός δεν έχει δικαίωμα ν' απολαμβάνει ίσα πλεονεκτήματα. Αλλιώς δεν θα πρόκειται πια για φιλία, αλλά για υπηρεσία που επιβάλλεται σαν λειτουργία, (30) αν τα πλεονεκτήματα που προκύπτουν από την φιλία δεν είναι ανάλογα με τα έργα που προσφέρονται. Νομίζουν δηλ. ότι πρέπει να συμβαίνει στη φιλία ό,τι και στους οικονομικούς συνεταιρισμούς, όπου εκείνοι που καταβάλλουν μεγαλύτερα κεφάλαια αποκομίζουν και μεγαλύτερα κέρδη. Αλλά ο φτωχός και λιγότερο ικανός αντιλαμβάνεται τα πράγματα αντιστρόφως. Νομίζει δηλ. ότι ο καλός φίλος υποχρεώνεται να βοηθεί τους ενδεείς φίλους του. Γιατί τι ωφελεί να είναι κάποιος φίλος ενός σπουδαίου ανθρώπου ή δυνάστη, (35) αν δεν πρόκειται ν' απολαύσει απ' αυτόν καμίαν ωφέλεια;
[1163b] Και φαίνεται ότι η αξίωση του ενός και του άλλου είναι σωστή, το ότι δηλ. πρέπει να αποκομίζουμε από τη φιλία περισσότερα πλεονεκτήματα, αλλά αυτά δεν ανήκουν σε μια και την ίδια κατηγορία. Εκείνος που έχει μεγαλύτερη αξία έχει το δικαίωμα ν' απολαμβάνει μεγαλύτερες τιμές, κι εκείνος που βρίσκεται σε ανάγκη, ν' αποκτά περισσότερα υλικά αγαθά. Γιατί οι τιμές αποτελούν το μέρος της αρετής και της αγαθοεργίας, αλλά την φτώχεια βοηθεί το υλικό κέρδος. (5) Φαίνεται ότι το ίδιο συμβαίνει και κατά την διακυβέρνηση των πολιτειών. Δεν δωρίζουν τιμές σ' εκείνον που δεν προσφέρει κάποιαν υπηρεσία στην κοινότητα. Δεν προσφέρεται ό,τι ανήκει σ' όλους παρά μονάχα σ' εκείνον που προσφέρει σ' όλους τις υπηρεσίες του κι οι τιμές είναι πραγματικά κοινό αγαθό. Γιατί δεν είναι δυνατό να δωροδοκείται κανείς από το δημόσιο και συγχρόνως ν' απολαβαίνει τιμές. Κανένας δεν δέχεται να παραμένει σε κατώτερη κατάσταση, (10)κι έτσι και σ' αυτούς που δεν αμείβονται όπως τους αξίζει με χρήματα, προσφέρονται τιμές, χρήματα όμως σ' αυτούς που δέχονται δώρα. Γιατί το να παίρνει κανείς υπ' όψη του την αξία των ατόμων, θέτει σε ίση μοίρα τους φίλους του και διατηρεί την φιλία όπως είπαμε. Με τον τρόπο αυτό πρέπει να ρυθμίζονται και οι σχέσεις μεταξύ των άνισης αξίας προσώπων. Αυτός που παίρνει από τη φιλία υλικά κέρδη ή τέτοιας φύσης πλεονεκτήματα, ώστε να ενισχύεται στην αρετή, πρέπει να τα ανταποδίδει, εφόσον είναι δυνατό, (15) επειδή η φιλία επιζητεί το δυνατό κι όχι το ανάλογο με την αξία. Το δεύτερο μάλιστα δεν είναι ευκολοπλησίαστο σε όλα, όπως λ.χ., οι οφειλόμενες τιμές στους θεούς και τους γονιούς. Γιατί κανένας δε μπορεί να τους ανταμείψει σύμφωνα με την αξία τους. Κι εκείνος που εκτελεί απέναντί τους το καθήκον του όσο του είναι δυνατό, είναι ενάρετος άνθρωπος. Γι' αυτό φαίνεται ότι δεν επιτρέπεται στο γιo ν' απαρνηθεί τον πατέρα του, ενώ στον πατέρα επιτρέπεται ν' απαρνηθεί το γιo. (20) Γιατί ο χρεοφειλέτης, είναι δίκαιο να γυρίζει πίσω τα αγαθά που δόθηκαν σ' αυτόν, κι ο γιος ό,τι κι αν κάμει, δε θα εξοφλήσει ποτέ τις πατρικές ευεργεσίες που του προσφέρθηκαν. Έτσι η οφειλή του απέναντι στον πατέρα θα υπάρχει πάντοτε. Αντίθετα εκείνοι στους οποίους χρωστούμε, όπως π.χ. ο πατέρας, μπορεί να μας απαλλάξουν από το χρέος. Εξ άλλου πρέπει να έχουμε μπροστά στα μάτια μας το ότι κανένας πατέρας δεν φαίνεται να αποκηρύσσει το γυιo του, εκτός αν ο γιος του συμβαίνει να είναι πάρα πολύ κακοήθης (γιατί και εκτός από τα φιλόστοργα συναισθήματα, τα εμπνευσμένα από τη φύση, δεν είναι ανθρώπινο ν' αποκρούει κανείς τη βοήθεια που μπορεί να δοθεί σ' αυτόν). (25) Αν όμως ο γιος είναι διεστραμμένος άνθρωπος, τη βοήθεια που χρωστά να δίνει στον πατέρα του, φαίνεται σ' αυτόν σαν κάτι που μπορεί και ν' αποφύγει ή σαν κάτι ανάξιο να προκαλεί το ενδιαφέρον του. Οι πιο πολλοί άνθρωποι θέλουν ν' απολαμβάνουν τα αγαθά, αλλά αποφεύγουν να εκτελούν το αγαθό, γιατί δεν φέρνει σ' αυτούς κέρδος.

Σχετικά με τη διατήρηση και διάλυση της φιλίας
Ο Αριστοτέλης στο Θ´ βιβλίο καθόρισε τα είδη και τα γενικά γνωρίσματα της φιλίας και άρχισε να εξετάζει πώς εκδηλώνεται αυτή στα ευρύτερα πλαίσια της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Η διερεύνηση αυτή συνεχίζεται σε ολόκληρο το Ι´ βιβλίο, το οποίο ξεκινά με το ακόλουθο απόσπασμα:
Σ' όλες τις ανομοιογενείς φιλίες δημιουργεί, όπως ειπώθηκε τον συμβιβασμό και διατηρεί την φιλία ο κανόνας της ισότητας. Έτσι και στις σχέσεις ανάμεσα στους πολίτες, ο τσαγκάρης παίρνει για τα παπούτσια ανάλογη αμοιβή, (35) καθώς κι ο υφαντής και οι άλλοι τεχνίτες. [1164a] Στην προκειμένη περίπτωση σαν κοινό μέτρο χρησιμεύει το χρήμα, όπου αναφέρονται και με το οποίο κανονίζονται όλα. Και στις ερωτικές σχέσεις καμιά φορά ο εραστής, αν και δεν είναι καθόλου αξιαγάπητος, παραπονιέται, ότι παρόλο που αυτός αγαπά υπερβολικά, δεν του ανταποδίνεται η αγάπη, (5) γιατί συχνά αυτοί που αγαπιούνται δυσανασχετούν για το ότι οι εραστές, ενώ προηγουμένως τους υποσχέθηκαν τα πάντα, τώρα δεν τους δίνουν τίποτε. Και τα τέτοια συμβαίνουν, επειδή ο εραστής αγαπά για χάρη της ηδονής, κι ο ερωμένος για χάρη του συμφέροντος. Κι οι δυο βρίσκουν ότι δεν πραγματοποιούν την πρόθεσή τους, η φιλία που βασίζεται σε προθέσεις τέτοιας λογής διαλύεται, όταν δεν προσφέρεται εκείνο για το οποίο είχε πραγματοποιηθεί, (10) γιατί οι φίλοι δεν αγαπιούνται για τους εαυτούς τους, αλλά ο ένας για τα υπάρχοντα του άλλου που δεν είναι μόνιμα, γι' αυτό και δεν είναι μόνιμες και οι τέτοιας λογής φιλίες. Αντίθετα η ηθική φιλία που συνάπτεται μονάχα για τον εαυτό της είναι, όπως είπαμε, σταθερή.
Όμως δημιουργούνται προστριβές ανάμεσα σε φίλους, όταν ο ένας απ' αυτούς δεν παίρνει εκείνο που ποθεί, αλλά κάτι άλλο, γιατί το να μην παίρνει κανείς εκείνο που ορέγεται, είναι σα να μην πήρε τίποτε. (15) Αυτό συνέβη και σ' εκείνον τον κιθαρίστα στον οποίο κάποιος υποσχέθηκε ότι θα του έδινε τόσο μεγαλύτερη αμοιβή, όσο πιο ωραίο θα ήταν το τραγούδι του. Όταν όμως το επόμενο πρωί ο κιθαρίστας ζήτησε την αμοιβή που του υποσχέθηκε, ο ακροατής τού αποκρίθηκε, ότι πλήρωσε την απόλαυση με απόλαυση. Αν και ο ένας και ο άλλος επιθυμούσαν αυτό το πράγμα, θα ήταν ικανοποιητικό και για τους δύο. Αλλά εφόσον ο πρώτος κυνηγούσε το υλικό κέρδος κι ο δεύτερος την απόλαυση, κι ότι ο δεύτερος πέτυχε το σκοπό του, (20) ενώ ο πρώτος δεν τον επραγματοποίησε, η αμοιβαία συμφωνία που είχε συναφθεί δεν τηρήθηκε όπως έπρεπε. Γιατί εφιστά την προσοχή του σ' εκείνο που του χρειάζεται και θα έδινε τα πάντα για να το αποκτήσει. Αλλά ποιος από τους δυο πρέπει να καθορίσει τη δίκαιη αμοιβή. Εκείνος που δίνει πρώτος ή εκείνος που παίρνει; Εκείνος που δίνει πρώτος, παρέχει όπως φαίνεται, την εμπιστοσύνη του σ' αυτόν που παίρνει, πράγμα που έκανε ο Πρωταγόρας. (25) Όταν δηλ. εδίδασκε, ζητούσε από τους μαθητές του να υπολογίσουν την αξία των γνώσεων που απόκτησαν και σύμφωνα με τον υπολογισμό τους την αμοιβή του. Σε τέτοιες περιπτώσεις ευχαριστεί κάποιους το ρητό:
«Σε φίλο δάσκαλο ο μισθός αρκετός πρέπει να' ναι».
Όσοι, όμως, παίρνουν προκαταβολικά χρήματα, αλλά, ενώ έδωκαν υπερβολικές υποσχέσεις, δεν εκτέλεσαν τίποτε από εκείνα που υποσχέθηκαν, δικαιολογημένα εκτίθενται σε αντεγκλήσεις, (30) αφού δεν ανταποκρίθηκαν στις υποχρεώσεις που αναλάβανε. Ίσως αναγκάζονται να κάμνουν αυτό οι σοφιστές, γιατί κανένας δεν δίνει σ' αυτούς χρήματα για να μάθει ό,τι γνωρίζουν. Εκείνοι, επομένως που δεν εκτελούν εκείνο, που γι' αυτό πήραν χρήματα, κατακρίνονται δίκαια. Εκεί όμως που δεν έχει κανονιστεί συμφωνία σχετικά με τις τυχόν προσφερθείσες υπηρεσίες, (35) δεν γίνεται καμιά προστριβή σε περίπτωση που ο ένας εξυπηρετεί τον άλλο χωρίς καμιά ιδιοτελή πρόθεση (τέτοια είναι η αληθινή φιλία που βασίζεται στην αρετή). [1164b] Στην περίπτωση αυτή η αμοιβαιότητα πρέπει να καθορίζεται σύμφωνα με απόφαση παρμένη ύστερα από σκέψη (γιατί αυτό είναι το γνώρισμα της φιλίας και της αρετής). Το ίδιο φαίνεται να ισχύει και για όσους έχουν μετάσχει στη φιλοσοφία, γιατί το χρήμα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην εκτίμηση της αξίας της διδασκαλίας, γιατί καμιά αμοιβή δεν μπορεί να θεωρηθεί ίσης αξίας με τη διδασκαλία. Και γι' αυτό ίσως θα ήταν αρκετό να προσφέρουμε σ' αυτή την περίπτωση ό,τι μπορούμε, (5) όπως κάμνουμε και για τους θεούς και τους γονιούς μας όταν πρέπει). Αν όμως η παροχή δεν είναι τέτοια, μα υπολογίζεται με βάση μια αντιπαροχή, τότε πρέπει να γίνεται και για τα δύο μέρη σύμφωνα με την αξία της. Αν δεν συμβαίνει αυτό, φαίνεται όχι μονάχα αναγκαίο, αλλά και δίκαιο, (10) αυτός που παίρνει την παροχή να καθορίζει εκ των προτέρων την αξία της. Γιατί αν ο δεύτερος των συμβαλλομένων παίρνει κι αυτός αμοιβή για τη βοήθεια ή την απόλαυση που πρόσφερε, η αντιπαροχή θα είναι δίκαιη. Αυτό συμβαίνει και στις αγοραπωλησίες. Σε μερικούς όμως τόπους υπάρχουν νόμοι που απαγορεύουν την διενέργεια δικών, όταν πρόκειται για εκούσια συμβόλαια, για τον λόγο ότι ένα πρόσωπο, που χάρισε την εμπιστοσύνη του σε άλλο, πρέπει να κανονίζει την υπόθεσή του σύμφωνα με την σύμβαση που συνέταξε. (15) Γιατί στο νομοθέτη φαίνεται πιο δίκαιο, να καθορίζει στην αντιπαροχή το πρόσωπο, στο οποίο παρασχέθηκε η εμπιστοσύνη κι όχι το πρόσωπο που την παρέσχε. Γιατί πολλές φορές συμβαίνει, ώστε ο κάτοχος ενός αντικειμένου κι αυτός που επιθυμεί να το αποκτήσει, να μην αποτιμούν στον ίδιο βαθμό την αξία του. Ο καθένας αγαπά κι εκτιμά εκείνο που κατέχει και δίνει.
Η ανταλλαγή, λοιπόν, πρέπει να διενεργείται σύμφωνα με την εκτίμηση της αξίας του αντικειμένου από αυτόν που το παίρνει. (20) Οπωσδήποτε πρέπει να είναι ανάλογα με την αξία, σύμφωνα με την οποία ο κάτοχος εξετίμησε το αντικείμενο πριν το αποκτήσει και όχι με την αξία που υπολόγισε γι' αυτό, όταν είχε περιέλθει πια στην κατοχή του.
Ακόμη γεννούν απορία και τα εξής ζητήματα: έχει υποχρέωση ο γιος να παραχωρεί τα πάντα στον πατέρα του και να πειθαρχεί σ' αυτόν σε κάθε περίσταση; Ή, στην περίπτωση που είναι άρρωστος, να συμμορφώνεται με τις συνταγές του γιατρού; Πρέπει να εκλέγεται για στρατηγός ο κατάλληλος για την διεξαγωγή του πολέμου; (25) Έχουμε υποχρέωση να εξυπηρετούμε ένα φίλο μάλλον ή έναν ηθικό άνθρωπο; Χρωστούμε να δίνουμε φόρο ευγνωμοσύνης σ' έναν ευεργέτη μας μάλλον ή να προσφέρουμε δώρα σ' ένα φίλο μας, εφόσον δεν μπορούμε ν' ανταποκριθούμε και στις δυο αυτές υποχρεώσεις; Άραγε δεν είναι δύσκολο να δώσει κανείς ακριβή απάντηση σ' όλα τα τέτοιας λογής ζητήματα; (Γιατί στα θέματα αυτά παρεισφρύουν πολλές διακρίσεις, που έχουν μεγάλη περισσότερο ή λιγότερο σημασία σχετικά με το ηθικώς ωραίο και το αναγκαίο). (30) Το ότι δεν πρέπει να δίνουμε τα πάντα σ' ένα και το αυτό πρόσωπο, είναι φανερό. Ακόμη πρέπει ν' ανταποδίδουμε τις ευεργεσίες μάλλον παρά να ευχαριστούμε τους συντρόφους μας, αφού η ευεργεσία πρέπει να παραβληθεί μ' ένα δάνειο, στο οποίο ο δανειστής έχει μεγαλύτερη αξίωση παρά ο σύντροφος. Ίσως όμως κι αυτό να μην ισχύει σ' όλες τις περιπτώσεις. Αν, λ.χ. εξαγορασθεί κανείς με λύτρα που καταβλήθηκαν σε ληστές, πρέπει κι αυτός να εξαγοράσει αυτόν που τον ελευθέρωσε, (35) οποιοσδήποτε κι αν είναι, ή πρέπει να δώσει πίσω το ποσό που κατέβαλε, κι αν ακόμη το πρόσωπο που τον απελευθέρωσε, δεν έχει συλληφθεί από ληστές, αλλ' απαιτεί την επιστροφή του χρέους ή, τέλος, οφείλει να ελευθερώσει πριν από κάθε άλλο τον αιχμάλωτο πατέρα του; [1165a] Γιατί φαίνεται ότι έχει κανείς την υποχρέωση να εξαγοράσει μάλλον τον πατέρα του παρά τον ίδιο τον εαυτό του. Όπως, λοιπόν, είπαμε, ισχύει ο κανόνας, ότι πριν από κάθε άλλο πρέπει να εκτελεί κανείς τις υποχρεώσεις του. Αν όμως η δωρεά απευθύνεται σ' ένα πρόσωπο ενάρετο ή που βρίσκεται σε ανάγκη, πρέπει, για χάρη αυτών των περιστάσεων, να ξεφύγουμε από τον κανόνα. (5) Κάποτε δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται με την ισότητα το ν' ανταποδίδει κάποιος την υπηρεσία που του πρόσφεραν, όταν δηλ. κάποιος εξυπηρετεί ένα πρόσωπο, που γνωρίζει ότι είναι ηθικό, ενώ εκείνος που εξυπηρετήθηκε θ' ανταπέδιδε την υπηρεσία σε άνθρωπο που γνωρίζει ότι είναι κακός. Ούτε πρέπει να δανείζει σ' ένα δανειστή του, γιατί ο ένας δάνεισε ένα έντιμο πρόσωπο, βέβαιος ότι θα του επιστρεφόταν το χρωστούμενο ποσό, κι ο άλλος δε μπορούσε να ελπίζει, ότι θα εξοφλείτο το δάνειο που χορηγήθηκε από έναν ασυνείδητο χρεοφειλέτη. (10) Αν, πραγματικά, είναι έτσι τα πράγματα, η αρχή της δράσης δεν είναι δίκαιη, αν, πάλι, πρόκειται για συλλογισμό που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, μπορεί να φανεί ότι οι άνθρωποι δεν ενεργούν ανόητα. Όπως πολλές φορές είπαμε ως τώρα, κάθε συλλογισμός σχετικός με τα πάθη και τις πράξεις του ανθρώπου έχει σαν όριο την κάθε μια περίπτωση.
Το ότι δεν πρέπει, λοιπόν, να μοιράζουμε σ' όλους τα ίδια πράγματα (15) ούτε και στον πατέρα μας όλα, όπως δεν προσφέρονται όλα σαν θυσία στο Δία, είναι φανερό. Κι επειδή οι γονιοί, τ' αδέρφια, οι συντρόφοι, οι ευεργέτες έχουν διάφορες αξιώσεις, πρέπει να δίνει στον καθένα απ' αυτούς ό,τι του ανήκει και του ταιριάζει. Και φαίνεται ότι οι άνθρωποι ενεργούν κανονικά μ' αυτόν τον τρόπο. Στους γάμους προσκαλούν τους συγγενείς (γιατί το γένος είναι κοινό και κοινές οι πράξεις που το ενδιαφέρουν). (20) Επίσης νομίζουν ότι και στις κηδείες πρέπει να παρευρίσκονται οι συγγενείς για τον ίδιο λόγο. Ακόμα φαίνεται ότι πρέπει να εξασφαλίζουμε τα απαραίτητα για τη ζωή πριν από κάθε άλλο για τους γονιούς μας, όπως το χρωστούμε σ' αυτούς, και έχει μεγαλύτερη ηθική αξία να παρέχουμε τα μέσα διατροφής σ' εκείνους στους οποίους χρωστούμε την ύπαρξή μας, παρά σ' εμάς τους ίδιους. Το ίδιο πρέπει να χορηγούμε τιμές στους γονιούς μας όπως ακριβώς στους θεούς, αλλά όχι όλες ανεξαιρέτως τις τιμές. (25) Γιατί δεν πρέπει ν' αποδίδουμε τις ίδιες τιμές στον πατέρα και στη μάνα ούτε αυτές που οφείλουμε στους σοφούς και στους στρατηγούς, αλλά αυτές που ταιριάζουν στον πατέρα και στη μάνα. Όμοια πρέπει να δείχνουμε σεβασμό και στους γεροντότερους ανάλογα με την ηλικία τους, να σηκωνόμαστε, όταν μας ζυγώνουν, να τους δίνουμε την τιμητική θέση στο τραπέζι και τα παρόμοια.
Στους συντρόφους και στ' αδέλφια μας χρωστούμε ειλικρίνεια και να έχουμε μαζί τους όλα τα πράγματα κοινά. (30) Τέλος, στους συγγενείς μας, τα μέλη της φυλής μας, τους συμπολίτες μας και σ' όλους τους υπόλοιπους πρέπει να προσπαθούμε πάντοτε να μοιράζουμε ό,τι τους ανήκει ανάλογα με το βαθμό της συγγένειας και σύμφωνα με το μέτρο της αρετής και της αξίας, που έχουν σχετικά με μας. Όσον αφορά τα πρόσωπα που έχουν την ίδια καταγωγή με μας το πράγμα είναι πιο εύκολο, ενώ για τους ξένους πιο δύσκολο. (35) Αυτό όμως δεν πρέπει να μας κάμνει να παραλείπουμε το καθήκον μας, αλλά πρέπει να έχουμε μπροστά στα μάτια μας τις διακρίσεις που αναφέραμε πάρα πάνω, όσο είναι δυνατό.
Μας προκαλεί απορία και το ζήτημα, αν πρέπει να διαλύουμε τη φιλία [1165b] ή όχι με κείνους που δείχνονται διαφορετικοί απ' ό,τι ήταν. Δεν είναι ίσως καθόλου παράξενο να διακόπτουμε την φιλία με 'κείνους που συνδεθήκαμε για χάρη συμφέροντος ή απολαύσεως, όταν αυτοί πάψουν να είναι ωφέλιμοι ή ευχάριστοι; [Ο μεταφραστής δε μεταφράζει τμήμα του κειμένου] Αλλά δικαιολογημένα θα μπορούσε κάποιος να κατακρίνει εκείνον, (5) που μολονότι δεν επιζητούσε στη φιλία παρά μονάχα ωφέλεια ή απόλαυση, υποκρινόταν ότι ήθελε να συνδέεται με φιλικούς δεσμούς μαζί μας για χάρη του ήθους μας. Καθώς είπαμε στην αρχή, οι έριδες ανάμεσα σε φίλους προέρχονται από το ότι αυτοί δεν ανταποκρίνονται σ' εκείνο που περιμέναμε απ' αυτούς. Αν κάποιος ξεγελαστεί νομίζοντας ότι αγαπιέται για το ήθος του, ενώ ο δήθεν φίλος δεν κάμνει τίποτε που να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του, ας κατηγορεί τον εαυτό του. (10) Αν όμως παραπλανηθεί από την υποκρισία εκείνου, είναι δίκαιο να κατακρίνει τον υποκριτή και μάλιστα περισσότερο απ' όσο θα κατέκρινε έναν κιβδηλοποιό, γιατί το αντικείμενο που σχετίζεται με τέτοια ανήθικη ενέργεια, είναι πολύτιμο, αλλ' αν προσφέρει κανείς τη φιλία του σ' ένα πρόσωπο που νόμισε έντιμο και ηθικό, κι έπειτα όμως αντιληφθεί ότι το πρόσωπο αυτό είναι διεστραμμένο, πρέπει να εξακολουθήσει να το αγαπά; Ή μήπως αυτό είναι αδύνατο; Αφού η φιλία μας δεν πρέπει ν' απευθύνεται χωρίς διάκριση σε όλα τα πράγματα, αλλά αποκλειστικά στο αγαθό, (15) δε θέλουμε ν' αγαπούμε το κακό, ούτε είμαστε υποχρεωμένοι να κάμνουμε αυτό; Γιατί δεν πρέπει να είμαστε φίλοι του κακού και να εξομοιωνόμαστε με τους ανήθικους. [Ο μεταφραστής δε μεταφράζει τμήμα του κειμένου] Πρέπει, λοιπόν, να διαλύουμε τους φιλικούς δεσμούς αμέσως; Ή πρέπει να εγκαταλείπουμε μονάχα τους φίλους εκείνους που η διαστροφή τους είναι ανίατη και να δίνουμε τη βοήθειά μας σ' εκείνους που επιδέχονται βελτίωση μάλλον από ηθική παρά από υλική άποψη, (20) πράγμα που είναι προτιμότερο και ανταποκρίνεται περισσότερο στη φιλία; Κι όμως εκείνος που διαλύει τους φιλικούς δεσμούς δε φαίνεται να εκτελεί κάποια αταίριαστη πράξη. Η φιλία δεν απευθυνόταν σε ανθρώπους με τέτοιο χαρακτήρα. Κι επειδή ο άνθρωπος αυτός στο μεταξύ μεταβλήθηκε και δεν μπορεί κανείς να τον ξαναφέρει στον ίσιο δρόμο, χωρίζεται απ' αυτόν. Αλλά αν ο παλιός φίλος έμεινε όπως ήταν, κι ο άλλος έγινε στο μεταξύ πιο ενάρετος και ξεπερνά πολύ τον πρώτο στην αρετή μπορεί να διατηρήσει τη φιλία ή είναι αδύνατο; (25) Όσο πιο μεγάλη είναι η απόσταση ανάμεσα στους φίλους τόσο η περίπτωση γίνεται πιο καθαρή, όπως π.χ. στη φιλία εκείνη που υπήρχε στην παιδική ηλικία. Αν ο ένας από τους φίλους παραμένει παιδί στο μυαλό κι ο άλλος γίνεται άριστος άνθρωπος, πώς είναι δυνατό να μείνουν αυτοί οι δύο φίλοι, αφού ούτε θα έβρισκαν απόλαυση στα ίδια αντικείμενα, ούτε θα δοκίμαζαν τις ίδιες ηδονές και οδύνες; Ακόμα δε θα τους άρεσαν τα ίδια πράγματα, ούτε και θα αποστρέφονταν τα ίδια. (30) Αλλά χωρίς αυτό το πράγμα είναι αδύνατο να υπάρξουν φίλοι γιατί στην περίπτωση αυτή δεν είναι δυνατή η συμβίωση. [Ο μεταφραστής δε μεταφράζει τμήμα του κειμένου] Πρέπει, λοιπόν, να συμπεριφερθούμε στο φίλο μας, σα να μην υπήρξε ποτέ τέτοιος; Ή πρέπει να διατηρήσουμε την ανάμνηση του παλιού φιλικού δεσμού και όπως νομίζουμε ότι πρέπει να ευχαριστούμε τους φίλους μας περισσότερο από τους ξένους, (35) δεν πρέπει να προτιμούμε οπωσδήποτε τους φίλους μας χάρη στην παλιά φιλία, εκτός αν η διάλυση αυτής είναι αποτέλεσμα κάποιας υπερβολικής διαστροφής;
Παράγοντες που ευνοούν μια αληθινή φιλική σχέση
Εξετάζοντας τη φιλία στα ευρύτερα πλαίσια της κοινωνικής ζωής, ο Αριστοτέλης προχωρά στις ακόλουθες παρατηρήσεις:

[1166a] Ο τρόπος με τον οποίο φανερώνεται η αγάπη στους φίλους μας και τα γνωρίσματα με τα οποία ορίζεται η έννοια της φιλίας, προήλθαν, όπως φαίνεται, από τη συμπεριφορά απέναντι στον ίδιο τον εαυτό μας. Οι άνθρωποι νομίζουν σα φίλο τους εκείνον που επιθυμεί και κάμνει για χάρη τους το αγαθό, ή εκείνον που ποθεί την ύπαρξη και τη ζωή για τον φίλο του, (5) συναίσθημα που κυριεύει τη μητέρα για τα παιδιά της και τους φίλους σε περίπτωση που, εξαιτίας προστριβών, δεν μπορούν να ζουν μαζί. Άλλοι θεωρούν σα φίλο αυτόν που συζεί μαζί τους και έχει τις ίδιες ορέξεις ή συμμερίζεται τις ίδιες οδύνες και ηδονές πράγμα που συμβαίνει πάλι προπαντός στις μητέρες για τα παιδιά τους.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα διάφορα αυτά γνωρίσματα, ορίζουν τη φιλία. (10) Όλα αυτά υπάρχουν στον ενάρετο άνθρωπο σχετικά με τον εαυτό του και σε ίση μοίρα και στους άλλους ανθρώπους, εφόσον πιστεύουν ότι είναι ενάρετοι. Γιατί φαίνεται ότι η αρετή κι ο ενάρετος άνθρωπος είναι το μέτρο κάθε πράγματος, όπως είπαμε. Αυτός ο τελευταίος βρίσκεται σε αρμονική σχέση με τον εαυτό του και επιθυμεί με όλη τη δύναμη της ψυχής του, κάθε φορά τα ίδια πράγματα. Γι' αυτό, λοιπόν, (15) ποθεί το αγαθό και ό,τι του φαίνεται τέτοιο και το εκτελεί (γιατί γνώρισμα του αγαθού ανθρώπου είναι να πραγματοποιεί το αγαθό) και για χάρη του εαυτού του, για χάρη δηλ. του διανοητικού μέρους της ψυχής, που, όπως φαίνεται, αποτελεί κάθε άνθρωπο. Εκτός απ' αυτό θέλει να ζει, να διατηρεί τον εαυτό του στη ζωή και μάλιστα να διατηρεί εκείνο, με το οποίο σκέπτεται, επειδή για τον ενάρετο άνθρωπο η ύπαρξη είναι αγαθό. (20) Κι ο καθένας ποθεί το αγαθό για τον εαυτό του και δε θέλει να μεταβάλλεται σε τρόπο, ώστε ν' απολαμβάνει με τη νέα του μορφή όλα τα αγαθά. Γιατί κι ο θεός κατέχει το αγαθό, αλλά, το κατέχει ήδη, γιατί είναι τώρα, όπως ήταν πάντοτε. Ώστε κάθε άνθρωπος φαίνεται ότι είναι εκείνο που μέσα του γεννά τη διανόηση· επίσης ο ενάρετος επιθυμεί να ζει με τον εαυτό του, γιατί βρίσκει στην κατάσταση αυτή απόλαυση. Οι αναμνήσεις των περασμένων τού είναι ευχάριστες (25) και οι ελπίδες για το μέλλον, καλές, και είναι ακόμα οι τέτοιες ελπίδες γλυκές. Ο νους του είναι γεμάτος από αντικείμενα για μελέτη και παρατήρηση, και λυπάται και χαίρεται μαζί με τον εαυτό του. Το λυπηρό και το ευχάριστο είναι γι' αυτόν πάντοτε το ίδιο και όχι άλλη φορά άλλο, επειδή, κατά κάποιο τρόπο, δεν έχει λόγο να μετανιώνει για τις πράξεις του. (30) Αφού, λοιπόν, τέτοια είναι τα συναισθήματα που διαθέτουν τον ενάρετο απέναντι του εαυτού του, και ότι διάκειται προς τους φίλους του όπως ακριβώς στον ίδιο τον εαυτό του (γιατί ο φίλος μας είναι ο άλλος εαυτός μας), φαίνεται ότι η φιλία έχει τέτοια χαρακτηριστικά γνωρίσματα και ότι φίλοι είναι εκείνοι που έχουν αυτά τα γνωρίσματα. Το ζήτημα αν είναι δυνατό να υπάρξει φιλία με τον ίδιο τον εαυτό μας, ας το αφήσουμε για την ώρα χωρίς να το εξετάσουμε. (35) Φαίνεται ότι υπάρχει φιλία, τουλάχιστον εκεί που βρίσκονται συνδυασμένα δύο ή περισσότερα από τα στοιχεία εκείνα τα οποία αναφέραμε, [1166b] κι ότι η υπερβολική φιλία μοιάζει με την αγάπη που νιώθουμε για τον ίδιο τον εαυτό μας.
Τα γνωρίσματα που είπαμε φαίνεται ότι υπάρχουν και στους πολλούς κι αν ακόμη είναι φαύλοι. Άραγε παρουσιάζουν μερικά απ' αυτά σύμφωνα με το μέτρο που τους αρέσει να πιστεύουν ότι υπάρχει στον εαυτό τους και μήπως φαντάζεται ότι είναι ενάρετος; (5) Το ότι κανένας φαύλος ή κακοποιός δεν κατέχει τέτοια γνωρίσματα, ούτε φαίνεται να κατέχει, είναι αυτονόητο. Αλλά αυτό ισχύει σχεδόν για όλους γενικά τους ανήθικους ανθρώπους, έχει δηλ. διχασθεί ο ίδιος ο εαυτός τους, και η πλεονεξία τους στρέφεται σε αντικείμενα διαφορετικά εκείνων, που θα επεδίωκε η έπειτα από σκέψη βούλησή τους, όπως συμβαίνει και στους ακρατείς. Αυτοί προτιμούν, αντί εκείνων που φαίνονται σ' αυτούς αγαθά, τα ευχάριστα που είναι σ' αυτούς βλαβερά. (10) Άλλοι, από δειλία ή τεμπελιά, απέχουν από το να εκτελούν ό,τι νομίζουν άριστο. Κι άλλοι πάλι, που διέπραξαν πολλά και φοβερά εγκλήματα, είναι μισητοί για την κακία τους, αποφεύγουν τη ζωή και θέτουν τέρμα σ' αυτήν αυτοκτονώντας. Οι κακοί αναζητούν τους ανθρώπους με τους οποίους μπορούν να συζούν, αλλά κυρίως αποφεύγουν τον εαυτό τους, (15) γιατί φέρνουν πίσω στη μνήμη πολλά και φοβερά πράγματα. Κλεισμένοι στον εαυτό τους δεν αντικρύζουν παρά ένα όμοιο μέλλον, ενώ όταν συναναστρέφονται με άλλους ανθρώπους τα ξεχνούν όλα. Επειδή δεν υπάρχει τίποτε σ' αυτούς που να είναι αξιαγάπητο, δεν είναι φίλοι ούτε και με τον εαυτό τους. Τέτοιοι άνθρωποι δεν αισθάνονται ούτε χαρά ούτε λύπη για τον ίδιο τον εαυτό τους, γιατί η ψυχή τους επαναστατεί, (20) και το ένα μέρος της πάσχει από την κακία τους, εξαιτίας των στερήσεών τους, και το άλλο χαίρεται, και το ένα τραβά την ψυχή προς τα εδώ, το άλλο προς τα εκεί, σα να την κομμάτιαζαν. Αφού, λοιπόν, δεν είναι δυνατό να νιώθουν συγχρόνως ηδονή κι οδύνη, η οδύνη διαδέχεται σ' αυτούς την ηδονή μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, ώστε θα επιθυμούσαν να μην την είχαν ποτέ δοκιμάσει. Γιατί οι φαύλοι είναι διαρκώς μετανιωμένοι. (25) Ώστε φαίνεται πως ο φαύλος δεν είναι διατεθειμένος φιλικά ούτε απέναντι του εαυτού του, γιατί δεν έχει τίποτε αξιαγάπητο. Επομένως, επειδή μια τέτοια κατάσταση είναι πάρα πολύ άθλια, έχουμε υποχρέωση ν' αποφεύγουμε με όλη μας τη δύναμη την κακία και να προσπαθούμε να είμαστε ενάρετοι. Μ' αυτόν τον τρόπο θα είμαστε φίλοι του εαυτού μας και θα γινόμαστε και φίλοι των συνανθρώπων μας.
(30) Η εύνοια μοιάζει με την φιλία, αλλά δεν είναι φιλία. Εύνοια μπορεί να νιώθει κανένας και για άγνωστα πρόσωπα χωρίς να το ξεύρουν. Γι αυτό έχουμε μιλήσει και προηγουμένως. Όμως η εύνοια δεν είναι ούτε αγάπη γιατί δεν φέρνει μαζί της ούτε την ένταση ούτε την ορμή της ψυχής, χαρακτηριστικά γνωρίσματα συνυφασμένα με την αγάπη. Η αγάπη προϋποθέτει την σύναψη των συνηθισμένων σχέσεων, (35) ενώ η εύνοια μπορεί να γεννηθεί ξαφνικά, όπως συμβαίνει με τους αθλητές, [1167a] στους οποίους χαρίζουμε την εύνοιά μας κι επιθυμούμε γι' αυτούς το έπαθλο, χωρίς όμως να συμπράττουμε μ' αυτούς, επειδή, όπως είπαμε, η εύνοια είναι γέννημα της στιγμής, και η αγάπη που υπεισέρχεται σ' αυτήν είναι επιφανειακή. Επομένως, φαίνεται ότι η εύνοια είναι η αρχή της φιλίας, όπως η αρχή του έρωτα είναι η ηδονή από την θέαση ενός προσώπου, (5) γιατί κανείς δεν ερωτεύεται, πριν σαγηνευθεί από την μορφή αυτού του προσώπου. Πάντως αυτός που έλκεται από την ομορφιά δεν είναι ακόμη σε θέση ν' αγαπά, αλλά πρέπει να ποθεί αυτόν που λείπει και να επιθυμεί την παρουσία του. Επίσης είναι αδύνατο να δημιουργηθεί φιλία, αν δεν προηγηθεί εύνοια, αλλά η εύνοια δεν είναι ακόμη φιλία, γιατί εκείνος που διάκειται ευνοϊκά επιθυμεί μονάχα το αγαθό, (10) αλλά δεν προσφέρει για την επίτευξή του την βοήθειά του, ούτε καταβάλλει σχετική προσπάθεια. Γι' αυτό μπορεί να ονομάσει κάποιος την εύνοια αδρανή φιλία, η οποία με το πέρασμα του χρόνου φτάνει ως το σημείο συνάψεως οικογενειακών σχέσεων και γίνεται πραγματική φιλία, όχι για χάρη ιδιοτελούς συμφέροντος και απόλαυσης, γιατί ούτε και η εύνοια γεννιέται απ' αυτά. Αυτός, λοιπόν, που ευεργετήθηκε, (15) χαρίζοντας την εύνοιά του για τις ευεργεσίες που του δόθηκαν, ενεργεί σύμφωνα με το δίκαιο. Κι η εύνοια εκείνου που επιθυμεί την ευημερία των συνανθρώπων του με την ελπίδα να ωφεληθεί απ' αυτήν, δεν μοιάζει να απευθύνεται στους άλλους, αλλά στον ίδιο τον εαυτό του, καθώς ακριβώς δεν είναι ούτε φίλος εκείνος που περιποιείται τον φίλο του για χάρη κάποιου συμφέροντος. Συμπερασματικά, η εύνοια γεννιέται από κάποιαν αρετή και χρηστότητα, (20) όταν δηλ. εμφανισθεί κάποιος άνθρωπος καλός, ανδρείος ή κάτι τέτοιο, όπως συμβαίνει και με τους αθλητές, όπως είπαμε.
Η ομόνοια φαίνεται ότι είναι κι αυτή ένα είδος φιλίας και γι' αυτό δεν πρέπει να την συγχέουμε με την ομογνωμοσύνη (όμοια γνώμη), γιατί ομογνωμοσύνη μπορεί να υπάρχει κι εκεί που οι άνθρωποι δεν γνωρίζονται μεταξύ τους. Επίσης δεν ονομάζει κανένας ομονοούντες εκείνους που έχουν την ίδια γνώμη για ένα ζήτημα, (25) π.χ. για τα ουράνια φαινόμενα (γιατί η τέτοια συμφωνία γνώμης δεν προϋποθέτει την ύπαρξη φιλικών δεσμών), αλλά λέει, ότι οι πόλεις ομονοούν, όταν επικρατούν οι ίδιες γνώμες σχετικά με τα κοινά συμφέροντα, όταν παίρνονται οι ίδιες αποφάσεις και πραγματοποιούνται όσα αποφασίστηκαν από κοινού. Ομόνοια, λοιπόν, υπάρχει, όταν πρόκειται για ζητήματα πάνω στο πεδίο της δράσης, και μάλιστα για ζητήματα, που είναι σπουδαία (30) ή αποβλέπουν στο συμφέρον των δυο μερών ή όλων των πολιτών. Σύμφωνα μ' αυτά, υπάρχει, λ.χ. ομόνοια σε μια πόλη, όταν αποφασίσουν όλοι μαζί, οι αρχές να είναι αιρετές, ή όταν όλοι οι ολίτες πάρουν την απόφαση ν' αναθέσουν την διακυβέρνηση της πόλης τους στον Πιττακό αν κι ο ίδιος συμφωνούσε μ' αυτό. Αλλά αν ο καθένας θέλει να βρίσκεται επικεφαλής της πολιτείας, τότε, όπως γίνεται στις Φοίνισσες γεννιούνται έριδες. Γιατί είναι αδύνατο να υπάρξει ομόνοια, μονάχα όταν τα δύο μέρη επιδιώκουν το ίδιο πράγμα, (35) αλλά όταν επιθυμούν να το δουν πραγματοποιημένο σ' ένα και το αυτό πρόσωπο: όταν λ.χ. [1167b] ο λαός και οι ξεχωριστοί πολίτες θέλουν ν' ανατεθεί η κυβέρνηση στους «άριστους» γιατί τότε γίνεται πραγματικότητα εκείνο που όλοι επιθυμούν.
Η ομόνοια φαίνεται ότι είναι φιλία ανάμεσα στους πολίτες, όπως ακριβώς και ονομάζεται, γιατί αυτή ασχολείται με τα συμφέροντα και τις αξιώσεις της ζωής. Μια τέτοια ομόνοια συναντούμε στους ενάρετους, (5) γιατί αυτοί ομονοούν και με τον ίδιο τον εαυτό τους και με τους συνανθρώπους των, για το λόγο ότι μένουν, κατά κάποιον τρόπο, πάντοτε οι ίδιοι. Γιατί οι θελήσεις τέτοιων ανθρώπων είναι σταθερές, και δεν κυμαίνονται εδώ κι εκεί, όπως τα ύδατα του Ευρίπου. Εκείνο που επιδιώκουν είναι το δίκαιο και το συμφέρον, και την πραγματοποίηση αυτών την ποθούν από κοινού. Οι φαύλοι δεν ομονοούν (10) ή ομονοούν λίγο χρονικό διάστημα, όπως δεν είναι δυνατό να είναι και φίλοι, γιατί όσον αφορά όλα εκείνα που μπορούν να τους παράσχουν ωφέλεια είναι πλεονέχτες, αλλά όταν πρόκειται να καταβάλλουν κουραστικές προσπάθειες ή να αναλάβουν δημόσιες λειτουργίες, δεν κάμνουν τίποτε. Επειδή ο καθένας απ' αυτούς επιδιώκει αποκλειστικά το προσωπικό του συμφέρον, ελέγχει τους συμπολίτες του και τους εμποδίζει ν' αποκτούν εκείνο που τους ανήκει. Άλλωστε, επειδή δεν εξυπηρετούν τα κοινά συμφέροντα η πολιτεία καταστρέφεται. Εξαιτίας των προκαλούνται έριδες μεταξύ των πολιτών, (15) γιατί οι φαύλοι ασκούν βία, οι μεν εναντίον των δε, και αρνούνται να εκτελέσουν δίκαιες πράξεις.
Φαίνεται πως οι ευεργέτες αγαπούν εκείνους που ευεργέτησαν περισσότερο από όσο εκείνοι που ευεργετήθησαν τους ευεργέτες των, και στο σημείο αυτό υπεισέρχεται κάποιος παραλογισμός που αξίζει να τον εξετάσουμε. Οι περισσότεροι έχουν τη γνώμη ότι αυτό οφείλεται (20) στο ότι οι πρώτοι είναι δανειστές και οι δεύτεροι οφειλέτες. Όπως λοιπόν στα δάνεια οι χρεοφειλέτες επιθυμούν να μην υπάρχει κανένας στον οποίο να χρωστούν, οι δανειστές φροντίζουν για την ευημερία των οφειλετών, έτσι κι οι ευεργέτες επιθυμούν να ζήσουν οι ευεργετηθέντες με την ελπίδα ότι αυτοί κάποτε θ' ανταποδώσουν την ευεργεσία. (25) Αντίθετα οι ευεργετούμενοι δεν φροντίζουν ν' ανταποδώσουν την χάρη.
Ο Επίχαρμος ίσως να έλεγε ότι τίποτε στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει που να μην ανταποκρίνεται στην ανθρώπινη φύση, αφού οι περισσότεροι ξεχνούν εύκολα τις ευεργεσίες και προτιμούν να ευεργετούνται παρά να ευεργετούν. Κι όμως η αιτία αυτού είναι φυσικότερη και όχι όμοια με την αποδιδόμενη στον δανειστή σχετικά με τον οφειλέτη. (30) Γιατί εκείνο που αισθάνεται για τον οφειλέτη ο δανειστής δεν είναι αγάπη, αλλά η επιθυμία να διατηρείται ζωντανός ο οφειλέτης για να μπορέσει να του επιστρέψει το χρέος. Αντίθετα ο ευεργέτης διάκειται απέναντι στον ευεργετούμενο με φιλία και αγάπη, κι όταν αυτός ακόμη δεν είναι χρήσιμος ούτε πρόκειται να γίνει τέτοιος στο μέλλον. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και σχετικά με τους καλλιτέχνες. Κάθε καλλιτέχνης αγαπά το έργο του (35) περισσότερο απ' όσο θα τον αγαπούσε το έργο του, αν μπορούσε ν' αποκτήσει ψυχή. [1168a] Ίσως το ίδιο να ισχύει πάρα πολύ και στους ποιητές, γιατί αυτοί υπεραγαπούν τα ποιήματά τους, σα να ήταν παιδιά τους. Κάτι τέτοιο είναι, όπως φαίνεται, και το συναίσθημα του ευεργέτη. Αυτός που ευεργετήθηκε, είναι συγχρόνως έργο του ευεργέτη, κι αυτός αγαπά περισσότερο το έργο του απ' όσο το έργο αγαπά τον δημιουργό του. (5) Η αιτία αυτού συνίσταται στο ότι το «είναι» συμβαίνει να είναι πολυπόθητο και αξιαγάπητο, και υπάρχουμε εφόσον ενεργούμε, εφόσον δηλ. ζούμε και δρούμε. Ο δημιουργός είναι, ένεκα της δράσης του, για να εκφρασθούμε έτσι, το ίδιο το έργο του, και αγαπά το έργο του περισσότερο απ' όσο θα τον αγαπούσε το έργο του, επειδή αγαπά και την ζωή του. Αυτό είναι φυσικό, επειδή, ό,τι υφίσταται δυνάμει, αποκαλύπτεται εν ενεργεία. (10) Συγχρόνως ο ευεργέτης βρίσκει καλό ό,τι επιτρέπει σ' αυτόν να ενεργεί μ' αυτόν τον τρόπο και του δίνει την ευκαιρία σ' ό,τι βρίσκει απόλαυση. Αντίθετα ο ευεργετούμενος δεν βρίσκει σ' εκείνον που τον ευεργέτησε τίποτε καλό, αλλά μονάχα κάποιο συμφέρον πράγμα που του προξενεί λιγότερη ευχαρίστηση και συμπάθεια. Απολαυστική είναι η ενέργεια του παρόντος, η ελπίδα του μέλλοντος κι' η ανάμνηση του παρελθόντος. Όμως γλυκύτατη, και σε ίση μοίρα αξιαγάπητη, είναι η πραγματικότητα. (15) Το έργο, επομένως, του δημιουργού διαιωνίζεται (γιατί το αγαθό ζει πολλά χρόνια), ενώ το χρήσιμο εκείνου που ευεργετήθηκε περνά γρήγορα. Η ανάμνηση των ηθικών πράξεων είναι γλυκειά, ενώ των χρήσιμων δεν είναι ή είναι λιγότερο τέτοια. Κι όσον αφορά την προσδοκία, φαίνεται ότι συμβαίνει το αντίθετο. Επίσης το αγαπάν μοιάζει με το ενεργείν, (20) ενώ το αγαπάσθαι με το πάσχειν, και γι' αυτό εκείνους που υπερέχουν στη δραστηριότητα ακολουθεί η φιλία και τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα.
Τέλος ο καθένας αγαπά περισσότερο ό,τι απόχτησε με κόπο. Τα χρήματα, π.χ. που κέρδισε αυτός ο ίδιος, του είναι πιο αγαπητά από εκείνα που κληρονόμησε. Και φαίνεται ότι το να ευεργετείται κάποιος είναι κάτι που δεν απαιτεί κόπο, ενώ το να ευεργετεί είναι κοπιώδες. (25) Γι' αυτό κι οι μητέρες, αγαπούν τα παιδιά τους περισσότερο από τους πατέρες: επειδή οι πόνοι για τη γέννησή τους είναι μεγαλύτεροι κι επειδή έχουν συνείδηση ότι είναι δικά τους. Φαίνεται λοιπόν, ότι αυτό το συναίσθημα συγγενεύει και με τους ευεργέτες.
Απορίες σχετικά με τη φιλία) Πρέπει κανείς να αγαπά τον εαυτό του περισσότερο από τους άλλους;
Λίγο πριν ολοκληρώσει το Ι´ βιβλίο και την πραγμάτευσή του σχετικά με τη φιλία (βλ. σχετικά και ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1155a3–1156a5), ο Αριστοτέλης εξετάζει κάποιες ακόμη πτυχές του θέματος, απαντώντας σε ορισμένες καίριες απορίες που θα μπορούσαν να τεθούν

Απορίες γεννά και το αν κάποιος πρέπει ν' αγαπά τον εαυτόν του περισσότερο από τους άλλους. Κατακρίνουν αυτούς που αγαπούν τον εαυτό τους (30) και τους αποκαλούν εγωιστές σα να συμπεριφέρονται αισχρά. Βέβαια ο φαύλος κάμνει τα πάντα για χάρη του εαυτού του και όσο πιο μοχθηρός είναι, τόσο περισσότερο (κατηγορείται μάλιστα ότι δεν πράττει παρά μονάχα ό,τι του φέρνει ωφέλεια). Ο ενάρετος άνθρωπος δεν ενεργεί παρά μονάχα για το καλό και μάλιστα τόσο περισσότερο, όσο είναι πιο ευγενής, και για το συμφέρον του φίλου του, (35) παραμελεί το δικό του. Όμως τα γεγονότα δεν συμφωνούν μ' αυτόν τον ισχυρισμό, [1168b] και μάλιστα όχι αδικαιολόγητα. Λένε λοιπόν, ότι πρέπει ν' αγαπά κανείς πάρα πολύ εκείνον που είναι πάρα πολύ φίλος του. Και φίλος είναι εκείνος που επιθυμεί για τον φίλο του να αποκτήσει τα αγαθά που του εύχεται, έστω κι αν ακόμη δεν πρόκειται να το μάθει κανένας. Και τα γνωρίσματα αυτά τα φέρνει ο άνθρωπος μέσα του, στον εαυτό του απέναντι του εαυτού του, όπως κι όλα τ' άλλα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την φιλία. (5) Γιατί όπως είπαμε προηγουμένως τα δείγματα της φιλίας προέρχονται απ' αυτό το ίδιο το άτομο και απλώνονται στα άλλα άτομα. Κι οι παροιμίες συμφωνούν. Π.χ.: «μια ψυχή», «κοινά τα των φίλων», «ισότητα είναι αγάπη», «το γόνατο είναι πιο κοντά από την κνήμη». Γιατί όλα αυτά ισχύουν για τη σχέση του ατόμου με τον εαυτό του. (10) Ο καθένας είναι ωραιότερος από τους φίλους για τον εαυτό του, γι' αυτό και πρέπει κανείς ν' αγαπά προπαντός τον εαυτό του. Υπάρχει όμως δικαιολογημένα αμφιβολία για το ποιαν από τις δύο γνώμες πρέπει να δεχθούμε, γιατί κι οι δύο είναι αξιόπιστες.
Γι' αυτό ίσως πρέπει να διακρίνουμε και να καθορίζουμε πόσο και πώς τα λόγια αυτά ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Αν λάβουμε υπ' όψιν μας τον τρόπο, με τον οποίο τα δύο μέρη αντιλαμβάνονται τον εγωισμό, το ζήτημα ξεκαθαρίζεται γρήγορα. (15) Άλλοι ονομάζουν, με κάποια κατηγόρια, εγωιστές εκείνους που δίνουν στον εαυτό τους τόσο από την άποψη χρημάτων, όσο και από την άποψη τιμών και σωματικών ηδονών, το μεγαλύτερο μερίδιο. Γιατί αυτά ορέγονται και για την απόκτησή τους κοπιάζουν επειδή τα θεωρούν άριστα, και γι' αυτό γίνεται αγώνας για να τα αποκτήσουν. Οι πλεονέκτες γι' αυτά τα πράγματα παραδίνονται στις αισθησιακές απολαύσεις, (20) και στα πάθη τους, καθώς και στο άλογο μέρος της ψυχής ολοκληρωτικά. Οι τέτοιοι αποτελούν το μεγαλύτερο κομμάτι της ανθρωπότητας και επειδή αυτή η ανθρωπότητα είναι διεστραμμένη, η λέξη «εγωισμός» χρησιμοποιήθηκε εδώ με την κακή της έννοια. Οι εγωιστές αυτοί επικρίνονται δίκαια. Το ότι ονομάζονται εγωιστές εκείνοι που παρέχουν στον εαυτό τους τα αγαθά που αναφέραμε παραπάνω, είναι αυτονόητο. (25) Κανείς δεν θα ονόμαζε εγωιστές και δεν θα κατηγορούσε σαν τέτοιους εκείνους που προσπαθούν να ασκούν την δικαιοσύνη ή να ενεργούν με σωφροσύνη ή να συμμορφώνονται με τις διάφορες αρετές, για να μιλήσουμε σύντομα, εκείνους που κάμνουν το καλό για τον εαυτό τους. Κι όμως οι τέτοιοι άνθρωποι μπορεί να φαίνονται εξαιρετικά εγωιστές, επειδή προσφέρουν στους εαυτούς τους τα καλύτερα και μεγαλύτερα αγαθά, (30) εξυπηρετούν με χαρά το κυριότερο μέρος της ψυχής τους και πειθαρχούν σ' αυτό, σχετικά με όλα. Καθώς, λοιπόν, ακριβώς η πολιτεία όπως και κάθε άλλο οργανωμένο σύστημα, φαίνονται από το ευγενέστερο μέρος αυτών, έτσι και ο άνθρωπος. Επομένως ο περισσότερο εγωιστής από τους ανθρώπους είναι εκείνος που αγαπά πάρα πολύ το μέρος αυτό και συμμορφώνεται με τις εντολές του. Εγκρατής και ακρατής ονομάζεται κάποιος (35) εφόσον κυριαρχεί ή δεν κυριαρχεί σ' αυτόν ο νους, σα να αποτελούσε αυτός την πραγματική του ουσία. [1169a] Ακόμη φαίνεται ότι οι πράξεις μας είναι τόσο περισσότερο προσωπικές και θεληματικές, εφόσον συμφωνούν με το λόγο. Το ότι αυτό, δηλ. ο λόγος, είναι τουλάχιστον ως επί το πλείστον αυτός ο ίδιος ο άνθρωπος, και ότι ο ενάρετος τον αγαπά εξαιρετικά, είναι φανερό. Γι' αυτό όποιος χαρακτηρίζεται σαν εγωιστής με την ακριβή σημασία της λέξεως, δεν είναι καθόλου όμοιος μ' εκείνον, που, όπως είδαμε, (5) επικρίνεται και διαφέρει τόσο όσο το ζειν σύμφωνα με τις προσταγές του λόγου, από το ζειν κάτω από την επίδραση των παθών, εφόσον διαφέρει η προσπάθεια για να επιτύχουμε το αγαθό, από την προσπάθεια να αποκτήσουμε εκείνο που μας φαίνεται συμφέρον.
Τους ανθρώπους, λοιπόν, εκείνους που καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να εκτελέσουν πράξεις ηθικά ωραίες, όλοι τους επιδοκιμάζουν και τους επαινούν. Αν όλοι συναγωνίζονταν για χάρη του καλού και προσπαθούσαν δυναμικά να το πραγματοποιήσουν, (10) η κοινωνική ομάδα θα κέρδιζε τα πλεονεκτήματα από μια τέτοια δράση κι ο καθένας θ' απολάμβανε τα μεγαλύτερα αγαθά, αφού η αρετή συνίσταται στο σημείο αυτό. Ώστε ο ενάρετος πρέπει ν' αγαπά τον ίδιο τον εαυτό του (γιατί πράττοντας το καλό ωφελεί και τον εαυτό του και τους άλλους). Αντίθετα ο κακός δεν πρέπει να αγαπά τον εαυτό του (γιατί πράττοντας αυτό βλάπτει και τον εαυτό του και τους συνανθρώπους του). (15) Στον κακό υπάρχει διαφωνία μεταξύ εκείνου που πράττει και εκείνου που δεν πρέπει να πράττει, αντίθετα ο ενάρετος πράττει ό,τι πρέπει να πράττει. Πραγματικά κάθε διάνοια διαλέγει για τον εαυτό της το καλύτερο κι ο ενάρετος πειθαρχεί στη διάνοιά του. Είναι αλήθεια ότι ο ηθικός άνθρωπος κάμνει πολλά για χάρη των φίλων του και για χάρη της πατρίδας, κι αν ακόμη πρόκειται να πεθάνει για χάρη τους. (20) Επίσης θα προτιμήσει ν' απαρνηθεί και χρήματα και τιμές και γενικά όλα τα τόσο πολυπόθητα αγαθά, για ν' αποκτήσει αντί γι' αυτά ό,τι είναι πραγματικά καλό και ωραίο, και να προτιμήσει ν' απολαύσει μιαν υπέρτατη ικανοποίηση για λίγο χρονικό διάστημα παρά μια μέτρια τέτοια για πολύ καιρό. Θα προτιμήσει ένα χρόνο γεμάτο από ωραίες πράξεις, παρά πολλά χρόνια κι όπως τύχει. Μια ωραία και μεγαλοπρεπής πράξη θα του φανεί προτιμότερη από πολλές και ασήμαντες πράξεις. (25) Αυτό συμβαίνει σίγουρα σ' αυτούς που πεθαίνουν για τους φίλους και για την πατρίδα τους, επειδή διαλέγουν για τον εαυτό τους ένα αντικείμενο υπέρτατου ηθικού κάλλους. Ακόμη και χρήματα είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν οι ενάρετοι άνθρωποι για ν' αποκτήσουν οι φίλοι τους περισσότερα. Οι φίλοι θα κερδίσουν χρήματα και οι ίδιοι το ηθικά ωραίο. Έτσι οι ενάρετοι άνθρωποι προσφέρουν στους εαυτούς τους το μεγαλύτερο αγαθό. Το ίδιο συμβαίνει και σχετικά με τις τιμές και τα αξιώματα. (30) Θα τα παραχωρήσουν όλα αυτά στους φίλους τους επειδή αυτό είναι ωραίο και αξιέπαινο γι' αυτούς. Δικαιολογημένα οι τέτοιοι άνθρωποι φαίνεται ότι είναι ενάρετοι επειδή προτιμούν το αγαθό από κάθε άλλο πράγμα. Επίσης αφήνουν τους φίλους τους να ενεργούν αντί γι' αυτούς για το λόγο ότι είναι ωραιότερο να παρέχει κάποιος τη δυνατότητα στο φίλο του, να εκτελεί μια πράξη παρά να την εκτελεί αυτός ο ίδιος. (35) Σ' όλες, λοιπόν, τις πράξεις για τις οποίες είναι δυνατό κάποιος να αποκομίζει έπαινο, ο ενάρετος άνθρωπος επιδιώκει για τον εαυτό του το μεγαλύτερο αγαθό. [1169b] Σύμφωνα μ' αυτό το πνεύμα πρέπει να κρίνουμε εκείνον που αγαπά τον εαυτό του όπως είπαμε κι όχι όπως τον αντιλαμβάνεται ο όχλος.

 Απορίες σχετικά με τη φιλία) Χρειάζεται φίλους ο ευτυχισμένος;

Αμφισβητείται αν ο ευδαίμων έχει ανάγκη από φίλους. Γιατί, όπως λένε, οι ευδαίμονες και οι αυτάρκεις δεν χρειάζονται φίλους, (5) επειδή κατέχουν όλα τα αγαθά. Αφού, λοιπόν, είναι αυτάρκεις, δεν έχουν ανάγκην από τίποτε, ενώ ο φίλος, σαν δεύτερο Εγώ, πρέπει να παρέχει εκείνα που δεν μπορεί κανείς να προσφέρει στον εαυτό του. Γι' αυτό:
«Όταν παρέχει άφθονα τα πάντα ο θεός,
για φίλους ποια η ανάγκη;».
Φαίνεται όμως παράδοξο το ότι, αφού μοιράζουν στον ευδαίμονα όλα τα αγαθά, δεν χαρίζουν σ' αυτόν φίλους, (10) που αποτελούν το μεγαλύτερο από τα εξωτερικά αγαθά. Αν γνώρισμα της φιλίας είναι να ευεργετεί κανείς μάλλον παρά να ευεργετείται, αν η ευεργεσία συμβαίνει να είναι γνώρισμα του ενάρετου ανθρώπου και της αρετής, αν είναι καλύτερο να ευεργετεί κανείς τους φίλους του παρά τους ξένους, ο καλός άνθρωπος έχει ανάγκη από πρόσωπα στα οποία να προσφέρει τις ευεργεσίες του. Γι' αυτό και υψώνεται το ερώτημα, αν έχουμε μεγαλύτερη ανάγκη από φίλους στην ευτυχία ή στη δυστυχία μας, (15) αφού οι δυστυχισμένοι χρειάζονται πρόσωπα που να μπορούν να τους βοηθήσουν, και οι ευτυχισμένοι ανθρώπους στους οποίους να παρέχουν τις ευεργεσίες των. Είναι ολοφάνερη ανοησία το να χαρακτηρίζει κάποιος τον ευδαίμονα σαν ερημίτη γιατί κανένας δε θα δεχόταν να διαθέτει τα αγαθά αποκλειστικά για τον εαυτό του. Ο άνθρωπος είναι πολιτικό ον και προορισμένος να ζει με τους συνανθρώπους του. Για τούτο και η συμβίωση είναι γνώρισμα του ευδαίμονος, (20) αφού αυτός έχει δικά του όλα τα φυσικά αγαθά. Και φυσικά είναι καλύτερο να ζει κανείς με φίλους και με κόσμιους ανθρώπους παρά με ξένους ή τον πρώτον τυχόντα. Επομένως ο ευδαίμων έχει ανάγκη από φίλους.
Τι σημαίνει, λοιπόν, ο πρώτος εκείνος ισχυρισμός και κατά πόσον είναι σωστός; Άραγε είναι σωστός ως προς αυτό: ότι δηλ. οι πολλοί έχουν την γνώμη ότι οι φίλοι είναι εκείνοι που είναι χρήσιμοι; Από τέτοιους φίλους δεν έχει ανάγκη ο ευδαίμων, (25) εφόσον έχει όλα τα αγαθά, ούτε κι από φίλους για χάρη απολαύσεως (γιατί αφού η ζωή του είναι ευχάριστη, δεν χρειάζεται να προστεθεί κι άλλη απόλαυση). Εφόσον, λοιπόν, δεν έχει ανάγκη από τέτοιους φίλους, δεν χρειάζεται φίλους. Κι όμως αυτό, όπως φαίνεται, δεν είναι αληθινό, γιατί, όπως είπαμε στην αρχή, η ευδαιμονία είναι κάποια ενέργεια, κι η ενέργεια είναι λειτουργία, (30) και δεν υπάρχει με τον τρόπο που υπάρχει ένα μόνιμο αντικείμενο, λ.χ. ένα κτήμα. Αν, λοιπόν, η ευδαιμονία συνίσταται στο ζειν και το ενεργείν και αν όπως είπαμε στην αρχή, η ενέργεια του ενάρετου ανθρώπου είναι σπουδαία κι ευχάριστη από μόνη της, και εξ άλλου, αν εκείνο που μας ανήκει σαν ιδιοκτησία μας έχει σαν επακόλουθο την ηδονή, και τέλος, αν μπορούμε να επιτηρούμε τους άλλους περισσότερο από τον εαυτό μας, (35) όπως και τις πράξεις τους, θα προκύψει απ' όλα τούτα με αναγκαία συνάρτηση, ότι οι πράξεις των εναρέτων ανθρώπων, που είναι φίλοι των, [1170a] θα είναι ευχάριστες στους ηθικούς (γιατί κι οι δυο περιέχουν ό,τι είναι από τη φύση τους απολαυστικό κι ευχάριστο). [Ο μεταφραστής δε μεταφράζει ένα τμήμα του αρχαίου κειμένου] Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες θα είναι συνεχέστερη η ενέργεια, που συμβαίνει αυτή καθ' εαυτή να είναι ηδονική, κι αυτό πρέπει να συμβαίνει στον ευδαίμονα. (Γιατί ο ενάρετος, αν είναι ενάρετος, βρίσκει στις καλές πράξεις απόλαυση και στις κακές οδύνη, (10) όπως ο μουσικός αισθάνεται χαρά για τις ωραίες μελωδίες και λύπη για τις παράφωνες). Άλλωστε η συμβίωση με αγαθούς ανθρώπους δυναμώνει την άσκηση της αρετής, όπως λέει κι ο Θέογνις.
Αν εξετάσει κανείς το θέμα από φυσικοφιλοσοφική μάλλον άποψη, θα δει ότι ο ενάρετος φίλος φαίνεται σ' ένα σεμνό άνθρωπον αξιαγάπητος από τη φύση του, (15) επειδή, όπως είπαμε, το από τη φύση του αγαθό είναι για τον ενάρετο αυτό καθ' εαυτό αγαθό και γλυκό. Την ζωή των ζώων ορίζουμε από τη δύναμη της αίσθησης και της νόησης. Η δύναμη αυτή εκδηλώνεται στην ενέργεια που αποτελεί το κυριότερο μέρος της ουσίας μας. [Ο μεταφραστής δε μεταφράζει ένα τμήμα του αρχαίου κειμένου] Το δε ζειν (20) ανήκει σ' ό,τι είναι αγαθό και απολαυστικό. Είναι μια ακριβώς καθορισμένη κατάσταση, κι ό,τι είναι ακριβώς καθορισμένο, ανήκει στη φύση του αγαθού. Επομένως, ό,τι συμβαίνει να είναι από τη φύση του αγαθό, είναι τέτοιο και για τον ηθικό άνθρωπο. Γι' αυτό το λόγο το ζειν φαίνεται σ' όλους απολαυστικό. Φυσικά δεν εννοούμε την μοχθηρή και διεφθαρμένη ζωή, ούτε αυτήν που περνά μέσα σε λύπες, γιατί μια τέτοια ζωή δεν είναι ακριβώς καθορισμένη ούτε η ίδια ούτε τα γεγονότα που συμβαίνουν όσο διαρκεί. (25) Αλλά το σημείο αυτό θα ξεκαθαριστεί περισσότερο παρακάτω όπου θα γίνει λόγος για την οδύνη. Αν όμως αυτό το ζειν είναι αγαθό και γλυκό (και φαίνεται ότι όλοι το ποθούν και μάλιστα οι ενάρετοι κι οι ευδαίμονες, επειδή η ζωή τους είναι πάρα πολύ απολαυστική κι η ύπαρξη τους πάρα πολύ ευδαίμων), αν αυτός που βλέπει αισθάνεται ότι βλέπει, κι αυτός που ακούει, ότι ακούει, (30) ο βαδίζων ότι βαδίζει και ότι όμοια υφίσταται κάτι και στα υπόλοιπα, έτσι που να αισθανόμαστε, ότι αισθανόμαστε και να νοούμε ότι νοούμε, κι από το άλλο μέρος ότι το να αισθανόμαστε και να νοούμε σημαίνει ότι υπάρχουμε (γιατί η ύπαρξη είναι αίσθηση και νόηση), [1170b] κι αν επίσης η ζωή είναι απολαυστική ιδίως για τον ενάρετο, αφού η ύπαρξη είναι γι' αυτόν κάτι ενάρετο και ηδονικό, (5) εφόσον η συνείδηση του αληθινού αγαθού τον ευχαριστεί, τέλος, αν ο ενάρετος άνθρωπος συμπεριφέρεται στους φίλους του όπως και στον εαυτό του, αφού ο φίλος είναι το άλλο Εγώ, τότε με το μέτρο σύμφωνα με το οποίο ποθεί το αγαθό για τον εαυτό του, θα το επιθυμεί θερμά και για τον φίλο του ή σχεδόν όμοια. Όμως η ύπαρξη είναι πολυπόθητη για τον λόγο ότι συναισθανόμαστε ότι είμαστε εμείς οι ίδιοι ενάρετοι κι η τέτοια συναίσθηση είναι αυτή καθ' εαυτήν ευχάριστη. (10) Ώστε πρέπει να έχουμε συναίσθηση και σχετικά με τους φίλους μας, κι' αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί με την συμβίωση και την ανταλλαγή λόγων και ιδεών, την συμβίωση πρέπει, λοιπόν, να την αντιλαμβανόμαστε μ' αυτό το πνεύμα και όχι ανάλογη με την συμβίωση των ζώων, που συνίσταται στο να συμμετέχουν στην κοινή βοσκή. Αν, λοιπόν, για τον ενάρετο η ύπαρξη είναι πολυπόθητη από μόνη της, (15) είναι αγαθή και ηδονική από τη φύση της, κι αν ισχύει το ίδιο και για το φίλο, τότε κι ο φίλος θ' ανήκει στα αντικείμενα που προκαλούν τον πόθο. Αλλά ό,τι ποθεί ο ευτυχισμένος, πρέπει και να το κατέχει, αλλιώς υφίσταται σ' αυτό το σημείο μια στέρηση. Και γι' αυτόν το λόγο, για να είναι κανένας ευτυχής, πρέπει να έχει άριστους φίλους.
Απορίες σχετικά με τη φιλία) Πρέπει να είναι λίγοι ή πολλοί οι φίλοι κάποιου;
Πρέπει να έχουμε όσο το δυνατό περισσότερους φίλους ή μήπως πρέπει να εφαρμόσουμε αυτό που λέγεται σωστά για εκείνους που συνδέονται με τα δεσμά της φιλοξενίας;
«Δεν πρέπει να φιλοξενείς πολλούς μέσα στο σπίτι, όμως και αφιλόξενου τη φήμη να μη βγάλεις».
Μήπως πρέπει να ισχύει κι εδώ αυτό που ισχύει και για τη φιλία; Ούτε δηλ. να μην έχουμε φίλους, ούτε να έχουμε πάρα πολλούς; Σχετικά με τους φίλους εκείνους, που έχουμε για λόγους συμφέροντος φαίνεται πως ταιριάζει πολύ το ρητό: (25) (Ν' ανταποδίδει κανείς τις υπηρεσίες είναι κουραστικό κι η ζωή δεν διαρκεί πολύ. Γι' αυτό φίλοι περισσότεροι από όσους αρκούν για τη ζωή μας είναι περιττοί κι εμποδίζουν την άσκηση της αρετής. Επομένως δεν έχουμε την ανάγκη τέτοιων φίλων). Αλλά κι οι φίλοι για χάρη απόλαυσης πρέπει να είναι λίγοι, όπως για τα φαγητά είναι αρκετό λίγο μονάχα καρύκευμα.
Όταν όμως πρόκειται για ενάρετους και ηθικούς ανθρώπους, πρέπει να έχει κανένας πολλούς φίλους, εφόσον αυτοί είναι πραγματικά ενάρετοι και ηθικοί, (30) ή πρέπει να περιορίσει τον αριθμό τους όπως φαίνεται στην πολιτεία; Γιατί η πολιτεία δεν αποτελείται από δέκα άτομα, ούτε από δέκα μυριάδες. Άλλωστε ο αριθμός δεν είναι δυνατό να ορισθεί ακριβώς στην προκειμένη περίπτωση. Αρκεί να δεχθούμε γενικά εκείνον που είναι λογικός ανάμεσα σε κάποια όρια. [1171a] Όσον αφορά τους φίλους, ο αριθμός των είναι περιορισμένος. Ίσως το ανώτατο όριο να καθοριζόταν σύμφωνα με τα πρόσωπα εκείνα με τα οποία θα ήταν δυνατό το συζείν (γιατί, όπως φαίνεται, η συμβίωση αυτή χαρακτηρίζει βασικά την αληθινή φιλία), αλλά το ότι είναι αδύνατο να συζεί κανένας με πολλούς ανθρώπους και να μοιράζεται ανάμεσά τους είναι φανερό. Εξάλλου οι πολλοί φίλοι πρέπει να είναι φίλοι κι ο ένας με τον άλλο, (5) αν θέλουν να συζούν, πράγμα που όταν συζούν πολλά άτομα είναι δύσκολο. Γιατί είναι δύσκολο να χαίρεται κανείς και να λυπάται με πολλούς, επειδή μπορεί να συμβεί, ώστε με άλλους να αισθάνεται χαρά και με άλλους λύπη συγχρόνως.
Ίσως, λοιπόν, να είναι καλό να μη ζητούμε πολλούς φίλους, αλλά μονάχα εκείνους που είναι αρκετοί για μιαν συμβίωση. (10) Ακόμη φαίνεται αδύνατο να είναι κανείς στενός φίλος με πολλούς. Γι' αυτό δεν μπορεί κανείς να ερωτεύεται συγχρόνως πολλά πρόσωπα, επειδή ο έρωτας που θέλει να είναι κάποια φιλία, που φτάνει στον ύψιστο βαθμό απευθύνεται σ' ένα μονάχα πρόσωπο. Άρα, στενή φιλία μπορεί να υπάρχει μεταξύ λίγων ανθρώπων μονάχα.
Έτσι είναι το πράγμα, όπως φαίνεται κι από την πρακτική ζωή. Είναι λίγοι εκείνοι που τους συνδέει φιλία που γεννιέται από την συναδελφοσύνη. (15) Η εξυμνούμενη φιλία είναι αυτή που υπάρχει ανάμεσα σε δυο πρόσωπα. Όσοι έχουν πολλούς φίλους και συμπεριφέρονται φιλικά σε όλους, δεν είναι φίλοι με κανένα, εφόσον δεν πρόκειται για σχέσεις μονάχα συμπολιτών, και τους τέτοιους τους ονομάζουμε κόλακες. Μονάχα κατά την έννοια της φιλίας μεταξύ των συμπολιτών μπορεί να είναι με πολλά πρόσωπα φίλος, χωρίς να είναι κόλακας. Αλλά από την άποψη της αρετής και εφόσον αγαπά κανείς τους φίλους του για χάρη αυτών των ίδιων, φιλία δεν μπορεί να υπάρξει μεταξύ ανθρώπων πολλών, (20) και πρέπει να θεωρηθεί κανείς ευτυχής, αν έχει έστω και λίγους μονάχα τέτοιους φίλους.

Απορίες σχετικά με τη φιλία) Έχουμε μεγαλύτερη ανάγκη των φίλων στην ευτυχία ή στη δυστυχία; – Επίλογος: Πεμπτουσία της φιλίας είναι η συνεχής επικοινωνία μεταξύ των φίλων

Πότε χρειάζεται κανείς φίλους στην ευτυχία ή στην δυστυχία του; Τους ζητά και στις δύο περιπτώσεις, γιατί οι δυστυχισμένοι έχουν ανάγκη από βοήθεια, κι οι ευτυχισμένοι από συντρόφους που συζούν μαζί τους και τους ευεργετούν, γιατί η επιθυμία τους συνίσταται στο να παρέχουν τις ευεργεσίες τους. Είναι, λοιπόν, πιο αναγκαίο να έχει φίλους στη δυστυχία του, (25) αφού χρειάζεται χρήσιμους φίλους, αλλά από ηθική άποψη ωραιότερο είναι να αισθάνεται την ανάγκη φίλων στην ευτυχία του, γιατί σ' αυτή την περίπτωση αναζητεί ενάρετους ανθρώπους, γιατί είναι προτιμότερο να παρέχει σ' αυτούς τις ευεργεσίες του και να τους συναναστρέφεται. Κι είναι η παρουσία των φίλων γλυκειά και στην ευτυχία και στη δυστυχία, γιατί όσο υποφέρουν από οδύνη ανακουφίζεται, (30) όταν συμπάσχουν μαζί τους κι οι φίλοι. Γιατί και θα μπορούσε ν' αμφιβάλλει κανείς, αν οι φίλοι σηκώνουν κι αυτοί κατά κάποιο τρόπο το βάρος ή, αντίθετα, αν λιγοστεύει τον πόνο η ευχάριστη παρουσία τους κι η πεποίθηση ότι συμμετέχει σ' αυτόν.
Αλλά το ζήτημα, αν ανακουφίζονται γι' αυτά ή για κάτι άλλο, ας μη το εξετάσουμε τώρα, αρκεί το ότι ανακουφίζονται πραγματικά. (35) Φαίνεται ότι η επίδραση που οφείλεται στην παρουσία είναι ανάμεικτη, [1171b] επειδή το να βλέπει κανείς τους φίλους είναι για τον δυστυχισμένο πολύ ευχάριστο, αφού ο φίλος είναι παρηγοριά και όταν τον βλέπει κανείς και όταν μιλά αν είναι ευαίσθητος. Γιατί ξεύρει τον χαρακτήρα μας καθώς και ό,τι μας προξενεί χαρά ή λύπη. Αλλά, από την άλλη μεριά υποφέρουμε και 'μεις, (5) όταν βλέπουμε τον φίλο μας να λυπάται για τις δυστυχίες μας, επειδή κάθε φίλος θέλει ν' αποφεύγει να προκαλεί λύπη στο φίλο του. Γι' αυτό και οι ανδροπρεπείς από τη φύση τους δεν θέλουν να δίνουν αφορμή στους φίλους τους να συμπάσχουν μαζί τους. Αν όμως δεν αντιλαμβάνονται ότι μονάχα με μια μικρή λύπη των φίλων τους, ανακουφίζουν μια δική τους μεγάλη λύπη, δεν ανέχονται να πάσχει ο φίλος εξαιτίας τους. Γενικά προσπαθούν ν' αποφεύγουν ανθρώπους που έχουν διάθεση να κλαψουρίζουν όλοι μαζί, γιατί κι αυτοί οι ίδιοι δεν έχουν τάση στο να θρηνούν, (10) μονάχα γυναικάκια και άνδρες γυναικωτοί αισθάνονται χαρά να αναστενάζουν μ' αυτούς που πενθούν, και αγαπούν αυτά τα πρόσωπα σα φίλους που συμμετέχουν στη θλίψη τους, αλλά έχει χρέος να μιμείται κανείς τον καλύτερο. Αντίθετα στην ευτυχία η παρουσία των φίλων δεν είναι μόνο ευχάριστη, αλλά γεννά και την ιδέα ότι οι φίλοι χαίρονται για τα δικά μας αγαθά. (15) Γι' αυτό φαίνεται ότι πρέπει να φωνάζουμε πρόθυμα τους φίλους μας, όταν είμαστε ευτυχισμένοι (γιατί είναι ωραίο να ευεργετεί κανείς) και στα ατυχήματά μας να κάνουμε αυτό με δισταγμό (γιατί πρέπει ν' αποφεύγουμε όσο το δυνατό περισσότερο, να παίρνουν μέρος αυτοί στις λύπες μας). Από 'δω και το ρητό:
«Αρκετό να είμαι μονάχος μου εγώ ο δυστυχής».
Τέλος πρέπει να φωνάζουμε προπάντων τους φίλους μας, όταν αυτοί πρόκειται να μας προσφέρουν μια μεγάλη υπηρεσία, χωρίς να ενοχληθούν πολύ. (20) Αντίθετα, πρέπει ίσως να πηγαίνουμε στους φίλους μας απρόσκλητοι και πρόθυμοι, όταν αυτοί είναι δυστυχισμένοι (γιατί είναι καθήκον της φιλίας να εξυπηρετούμε μάλιστα εκείνους που βρίσκονται στην ανάγκη, κι ακόμα όταν αυτοί δεν μας το ζητούν, η τέτοια προθυμία είναι αξιοπρεπέστερη και πιο ευχάριστη κι από τα δύο μέρη). Όταν οι φίλοι μας είναι ευτυχισμένοι, πρέπει να τρέχουμε σ' αυτούς, εφόσον είμαστε ικανοί να τους εξυπηρετήσουμε (γιατί γι' αυτό χρειαζόμαστε τους φίλους). Όταν όμως πρόκειται να ευεργετούμεθα, πρέπει να πηγαίνουμε σ' αυτούς απρόθυμα και αργά (25) (γιατί δεν είναι ωραίο να τρέχει κανείς για να παίρνει οφέλη από τους άλλους). Εννοείται ότι δεν πρέπει κανείς να φαίνεται αγενής αποκρούοντας τις υπηρεσίες που του προσφέρουν οι φίλοι του. Γιατί κι αυτό συμβαίνει κάποτε. Σύμφωνα μ' αυτά την παρουσία των φίλων πρέπει να την ευχόμαστε σε κάθε περίσταση.
Μήπως η συμβίωση δεν είναι για τη φιλία, (30) όπως για τους ερωτευμένους η θέα του λατρεμένου προσώπου, κι όπως οι εραστές προτιμούν την αίσθηση αυτή από κάθε άλλη, εφόσον μέσω αυτής υπάρχει κι απ' αυτήν γεννιέται το ερωτικό συναίσθημα; Γιατί η φιλία είναι ένα είδος κοινότητας. Επίσης όπως διατίθεται κάποιος προς τον εαυτό του, έτσι διατίθεται και στους φίλους του. Επομένως όπως η αίσθηση της ύπαρξης είναι αγαπητή για μας τους ίδιους, έτσι είναι και σχετικά με τους συνανθρώπους μας. (35) Αλλά η δράση που για χάρη της αντιλαμβανόμαστε την ύπαρξή τους, πραγματοποιείται στη διάρκεια της συμβίωσης [1172a] ώστε η προσπάθεια των φίλων μας απευθύνεται σ' αυτήν. Τέλος ό,τι ο καθένας θεωρεί σαν πραγματικό «Είναι» και σαν τελικό σκοπό της ύπαρξής του, θέλει να το πραγματοποιεί επικοινωνώντας με τους φίλους του. Άλλοι πίνουν μαζί κρασί, άλλοι παίζουν μαζί κύβους, μαζί γυμνάζονται, άλλοι κυνηγούν με τους φίλους τους (5) και άλλοι φιλοσοφούν μαζί τους. Για να μιλήσουμε σύντομα, κάθε τι που αγαπούμε στη ζωή θέλουμε να το πραγματοποιούμε μαζί με τους φίλους μας, επειδή ο καθένας θέλει να ζει μαζί τους και γι' αυτό κάμνει και συμμερίζεται μ' αυτούς κάθε τι που εννοεί με τις λέξεις ζωή και συμβίωση. Γι' αυτό η φιλία ανάμεσα στους φαύλους γίνεται πηγή του κακού (γιατί εφόσον οι φαύλοι είναι επιπόλαιοι, ο ένας συμμετέχει στην κακία του άλλου, (10) και με τον τρόπο αυτό γίνονται όλοι κακοί, αφού εξομοιώνονται ο ένας με τον άλλο). Αντίθετα η ανάμεσα στους ενάρετους ανθρώπους φιλία γίνεται πηγή αγαθού. Καθημερινά αυξάνεται το ηθικό της περιεχόμενο, και η πρόοδος συντελείται τόσο για την άσκηση της αρετής από κοινού, όσο για την αμοιβαία νουθεσία. Ο ένας δέχεται από τον άλλο τις ευχάριστες σ' αυτόν ιδιότητες, και από 'δω προέρχεται και το ρητό:
(15) «Από τους αγαθούς το αγαθό θα μάθεις».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου